Ντόρα, Ελένη, Γαρυφαλλιά, Κυριακή, Ερατώ, Πολυξένη, Σοφία. Απούσες από τη ζωή. Με τρόπο άδικο, βάναυσο, ασυγχώρητο. Έναν θάνατο που σε κάνει να ζητάς από τη Δικαιοσύνη και από τον ίδιο τον Θεό ό,τι πιο σκληρό έχει να δώσει σε εκείνους που τον προκάλεσαν. Ντόρα, Ελένη, Γαρυφαλλιά, Κυριακή, Ερατώ, Πολυξένη, Σοφία. Παρούσες ξανά στη ζωή με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. Χαμόγελα και θάλασσες και ομορφιά και νιάτα. Και η φωνή τους: «Είμαι εδώ και σήμερα σου μιλάω ξανά. Γιατί εσείς είστε εγώ. Κι εγώ, κάθε γυναίκα που έστω και για λίγα δευτερόλεπτα παίρνει ζωή…». Παίζω το βίντεο από την αρχή. Και μετά πάλι. Και πάλι. Δεν ξέρω αν αυτό που αισθάνομαι είναι συγκίνηση, αμηχανία ή κάτι που δεν έχει καν όνομα.

Διάβασε ακόμη: Τεχνητή Νοημοσύνη: Η μέρα που πέθανε το modeling

Ο σκοπός των δημιουργών του, κάτι παραπάνω από σαφής. Να σοκάρει. Να αφυπνίσει. Να ευαισθητοποιήσει. Να θυμίσει πως η έμφυλη βία είναι υπόθεση όλων μας. Ένα ηχηρό, σχεδόν σαν χαστούκι, κάλεσμα για αλλαγή, πρόληψη και προστασία. Μα όσο το βλέπω, όσο επιστρέφω σε πρόσωπα που χαμογελούν χωρίς να υπάρχουν, σε χαμόγελα που λάμπουν χωρίς να είναι αληθινά, σε λόγια που ακούγονται χωρίς ποτέ να έχουν ειπωθεί, τόσο νιώθω μέσα μου μια βεβαιότητα να μεγαλώνει: Ο σκοπός δεν αγιάζει πάντα τα μέσα, ειδικά όταν αυτά αγγίζουν την πιο ευάλωτη μορφή μνήμης, εκείνη των νεκρών. Γιατί όπως δεν έχει κανείς δικαίωμα να σκοτώσει τη ζωή, έτσι δεν έχει και δικαίωμα να ζωντανεύει τον θάνατο. Όχι για όσους έμειναν πίσω και πονάνε, αλλά για εκείνους που έφυγαν και δεν μπορούν να πουν ούτε «ναι» ούτε «όχι» σε αυτή την επιστροφή.

Διάβασε ακόμη: Η τεχνητή νοημοσύνη αντικαθιστά τον άνθρωπο; Η Xania Monet το αποδεικνύει!

«Μα είναι μάθημα», θα μου πεις. Έχει στόχο να συγκλονίσει, να αφυπνίσει, να ταρακουνήσει, να προβληματίσει, να κινητοποιήσει. Ωραία τότε. Με τη βοήθεια του AI, ας ανεβάσουμε όλους τους νεκρούς από τα μνήματα στις οθόνες μας, για να μας υπενθυμίζουν κάθε ώρα και στιγμή πόσο τυχεροί είμαστε που υπάρχουμε. Ας αφήσουμε τις φωνές τους να μας αφηγηθούν όσα δεν πρόλαβαν να ζήσουν, μπας και τρέξουμε να καλύψουμε τα δικά μας κενά. Ας τους βάλουμε να μας περιγράψουν το σκοτάδι τους, για να εκτιμήσουμε το δικό μας φως. Δεν είναι άλλωστε οι πιο κατάλληλοι εμψυχωτές;

Και σε ένα επόμενο επεισόδιο, στο όνομα της πρόληψης, ας φέρουμε πίσω τους μεγαλύτερους δολοφόνους που γνώρισε ο πλανήτης. Να τους κάνουμε influencers της μεταμέλειας. Να ανοίγουν κάμερα και να μας εξηγούν πόσο λάθος ήταν οι πράξεις τους, πόσο πόνεσαν κι εκείνοι, πόσο δεν ήξεραν τι έκαναν. Να τους βαφτίσουμε YouTubers της επίγνωσης, να τους βλέπουμε σε reels να λένε «ήμουν νέος και έκανα λάθη». Ας γυρίσουμε μια καμπάνια όπου οι θύτες θα γίνουν παράδειγμα προς αποφυγή, με καθαρό φωτισμό, προσεγμένο μοντάζ και ένα κοινωνικό μήνυμα στο τέλος: «Μάθε από τα λάθη μου. Εγώ δεν πρόλαβα.»

Δεν γίνονται αυτά; Φυσικά και γίνονται. Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε, η τεχνητή νοημοσύνη δεν ξέρει ούτε τι είναι θάνατος ούτε τι είναι σεβασμός. Δεν ξέρει από πένθος, από μνήμη, από τραύμα, από καλούς και κακούς, από αλήθειες και ψέματα. Εμείς την προγραμματίζουμε. Εμείς της δίνουμε εντολές.

Εμείς αποφασίζουμε ότι είναι αποδεκτό να μιλήσει ένας νεκρός. Εμείς επιλέγουμε να παίξουμε με τη φωνή του, με την ιστορία του, με την προσωπογραφία του. Δεν το κάνει η τεχνολογία από μόνη της. Το κάνουμε εμείς. Και αφού εμείς γράφουμε το σενάριο, εμείς θα διαλέγουμε ποιος θα επιστρέφει και τι θα μας λέει. Σήμερα για την πρόληψη της βίας, αύριο για την εικόνα ενός κόμματος, μεθαύριο για να ξαναβαφτίσουμε έναν πόλεμο ως ανθρωπιστική παρέμβαση. Εμείς θα ορίζουμε τι έγινε, πώς έγινε, γιατί έγινε, τι πρέπει να θυμόμαστε και ποιοι νεκροί αξίζουν να ακουστούν. Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε, θα ανοίξουμε την πύλη της πιο επικίνδυνης προπαγάνδας αποδίδοντας σε νεκρούς κατασκευασμένες σοφίες, φράσεις που δεν είπαν, μηνύματα που δεν άφησαν, ζωές που δεν έζησαν, μόνο και μόνο για να υπηρετήσουν μια ατζέντα. Τη δική μας ή, ακόμη χειρότερα, εκείνη όσων κρατούν τις τύχες μας στα χέρια τους.

Μα πέρα από τον κίνδυνο κάθε είδους προπαγάνδας, υπάρχει κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό. Ένα ερώτημα βαθιά ηθικό. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η «ανάσταση»; Τι νομίζουμε πως θα πετύχουμε αν αρχίσουμε να σηκώνουμε τους νεκρούς από τη σιωπή τους και να τους δίνουμε σάρκα και βλέμμα, φωνή και ρυθμό, υπόσταση και λόγο, κίνηση και σκοπό; Θα προχωρήσουμε; Θα μάθουμε; Θα διδαχθούμε; Ή μήπως, χωρίς να το καταλάβουμε, θα γίνουμε μικροί Φρανκενστάιν, πλάθοντας τα δικά μας ψηφιακά δημιουργήματα; Γιατί εκείνος που γέννησε κάτι πέρα από κάθε ηθικό φραγμό, στο τέλος είδε το πλάσμα του να τον προσπερνά, να τον απειλεί, να τον καταστρέφει. Όχι επειδή ήταν κακό, αλλά επειδή ο δημιουργός του είχε διαπράξει ύβρη. Και ίσως το δικό μας «πλάσμα», η τεχνητή νοημοσύνη χωρίς φρένο ηθικής, να μη μας σκοτώσει, αλλά να μας εκθέσει, να μας ξεπεράσει, να μας σύρει μέσα σε όρια θολά, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το ουσιαστικό και το επίπλαστο, τη ζωή και τον θάνατο. Σαν ζόμπι που ζητούν απεγνωσμένα λύτρωση…

Photo creative: Ανδρέας Κωστόπουλος