Πρόσφατα, ψάχνοντας κάτι παλιές φωτογραφίες με αφορμή τα 14 χρόνια από τον θάνατο της γιαγιάς μου, κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Όχι, δεν ήταν κάποιο από τα χαμογελαστά πρόσωπα, αλλά το φόντο: το «καλό σαλόνι». Ξέρετε, εκείνο το δωμάτιο που άνοιγε μόνο σε γενέθλια, γιορτές και αρραβώνες. «Για να τους δεξιωθούμε», όπως έλεγε η γιαγιά μου με στόμφο και καμάρι, σαν να περίμενε τη βασίλισσα της Αγγλίας.

Διαβάστε ακόμη: Η απάθεια έχει τον ήχο τραγανών nachos

Το ταπεινό «καθιστικό» δεν ήταν κατάλληλο για τέτοιες επίσημες περιστάσεις. Με την τηλεόραση να παίζει μονίμως στο βάθος, τους καναπέδες με τα πολύχρωμα μοτίβα που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους αλλά χωρούσαν τα πάντα, τα ριχτάρια που μονίμως ισιώνονταν γιατί χαλούσαν από τη χρήση. Εκεί τρώγαμε, γελούσαμε, βλέπαμε σειρές, τσακωνόμασταν. Στην ουσία εκεί ήταν τα παρασκήνια, όλοι μας αληθινοί, χωρίς φτιασίδια, χωρίς πρόβες.

Αλλά το «καλό σαλόνι» ήταν η σκηνή, όπου καλούμασταν να παίξουμε τους ρόλους μας, καλογυαλισμένοι και ευπρεπείς. Μια σκηνή που έμοιαζε περισσότερο με παράρτημα μουσείου ή μικρού παλατιού: κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, βελούδινοι καναπέδες, βαριά χαλιά, σεμεδάκια απλωμένα πάνω σε τραπέζια, μπράτσα καναπέδων-ακόμα και στο πικάπ. Πλαστικά λουλούδια που δεν μαραίνονταν ποτέ. Μια φοντανιέρα που έκρυβε σοκολατένιες ελίτσες για τους καλεσμένους (κι ας τις τρώγαμε εμείς στα κρυφά). Τσαγιέρες, χρυσά κουταλάκια, οικογενειακές φωτογραφίες από γάμους και θανόντες σε χρυσές κορνίζες. Ένα σύνθετο με γυάλινες βιτρίνες που φιλοξενούσε θησαυρούς που κανείς δεν άγγιζε.

Ένα δωμάτιο που έμενε σε αναμονή, με τα μπιμπελό πάντα πεντακάθαρα, όσο κι αν δεν είδαμε ποτέ τη γιαγιά να τα ξεσκονίζει. Εκεί μέσα εκτυλίσσονταν μικρές κοινωνικές ιεροτελεστίες: ο ελληνικός καφές που σερβιριζόταν με προσοχή, τα συνοδευτικά κουλουράκια ή το γλυκό κουταλιού που εμφανίζονταν τη σωστή στιγμή, οι ιστορίες που άκουγες χωρίς να καταλαβαίνεις πως σε διαμόρφωναν.

Τι απέγινε λοιπόν το «καλό σαλόνι» της γιαγιάς; Πώς φτάσαμε στα σημερινά σπίτια, όπου ένα μόνο δωμάτιο έχει αναλάβει τον ρόλο της ψυχαγωγίας, των μικρών δεξιώσεων και της καθημερινής ζωής μαζί; Πότε ακριβώς το καθιστικό και το επίσημο σαλόνι έπαψαν να είναι δύο ξεχωριστοί κόσμοι και συμπτύχθηκαν σε έναν ενιαίο χώρο;

Διαβάστε ακόμη: Στην εποχή της ευκολίας (ή μήπως του εύκολου;)

Τότε τα σπίτια φιλοξενούσαν τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη. Οι χώροι ήταν μεγαλύτεροι, τα όρια πιο ξεκάθαρα: άλλο το καθημερινό, άλλο το «καλό». Σήμερα όμως τα ίδια σπίτια μοιάζουν πιο μικρά, πιο συμπυκνωμένα. Οι οικογένειες είναι μικρότερες, συχνά περιορίζονται σε ζευγάρια ή μονογονεϊκές δομές. Τα δωμάτια πρέπει να είναι λειτουργικά, όχι διακοσμητικά. Ένα δωμάτιο που ανοίγει τρεις φορές τον χρόνο θεωρείται πολυτέλεια.

Κάτι ακόμα άλλαξε: αντί να ανοίγουμε χώρους για τους άλλους, αρχίσαμε να φτιάχνουμε χώρους για τον εαυτό μας. Μικρές γωνιές ανάγνωσης, γραφεία, χώρους εργασίας. Αντί για «καλό σαλόνι», έχουμε πια personal cocooning. Μια νέα ανάγκη να προστατεύουμε τον μικρό μας κόσμο από την πολύβουη ζωή της πόλης, μία ανάγκη που απενεχοποιήθηκε ακόμη περισσότερο μετά την απομόνωση που επέβαλε η πανδημία.

Η νέα αισθητική ένωσε κουζίνα, τραπεζαρία και καθιστικό σε ένα. Τα κυριακάτικα τραπεζώματα αραίωσαν. Οι επίσημες επισκέψεις έγιναν σπάνιες. Οι φιλοξενίες έγιναν πιο πρόχειρες, πιο ανθρώπινες, πιο αληθινές, αλλά και λιγότερο ιεροτελεστικές. Η τυπικότητα ξεθώριασε. Όχι μόνο στο σπίτι μας, αλλά και στον τρόπο που μιλάμε (ο πληθυντικός σπανίζει πια) και που ντυνόμαστε (μπορείς πλέον να πας σε μια θεατρική παράσταση ή ακόμη και σε έναν γάμο φορώντας τζιν χωρίς κανείς να εκπλαγεί).

Και κάπως έτσι το «καλό» σαλόνι έκλεισε για πάντα τις συρταρωτές πόρτες του και ζει μέσα μας σαν ανάμνηση που ανοίγει μόνο σε γιορτές, όπως ακριβώς και η παιδική μας αθωότητα. Κι όμως, κάποιες φορές, μου λείπει εκείνο το δωμάτιο. Όχι για τα έπιπλα ή τα κρύσταλλα, αλλά γιατί αντιπροσώπευε κάτι που στην εποχή της γρήγορης κατανάλωσης και της άμεσης ανταμοιβής σπανίζει: την έννοια της προσμονής, αυτής που κάνει τις στιγμές να αξίζουν.

Photo credit: Getty Images