Παραμονές Χριστουγέννων 2013, απόγευμα καθημερινής. Μαμά και γιος πιασμένοι χέρι-χέρι, δυο μικρά παιδιά λουσμένα στα δυνατά φώτα της πόλης, παραζαλισμένα από τη μαγεία των γιορτών, χαμένα μέσα σε ένα πλήθος με σακούλες στα χέρια και χαμόγελα στα χείλη. Δυο μικρά παιδιά, ντυμένα με τα καλά τους ρούχα και την καλύτερή τους ψυχή. «Θα μου πάρεις i-pad, μαμά;» «Θα σου πάρω, κούκλε μου, αν και είσαι μόνο τεσσάρων». «Δεν είμαι τεσσάρων. Είμαι πενήντα». Ρουφηχτό φιλί και στα δυο μάγουλα, ακόμη μεγαλύτερο χαμόγελο στα χείλη, ακόμη πιο γενναιόδωρη καρδιά. «Θα μου πάρεις και παπούτσια; Και πουκάμισα; Και αυτοκίνητο; Και δώρα;» «Θα σου πάρω, κούκλε μου». Στάση μπροστά σε κόκκινο φανάρι, gros plan στο σαστισμένο του προσωπάκι.

Ένα κοριτσάκι, θα ’ναι δεν θα ’ναι πέντε χρονών, κάθεται ξυπόλυτο στο πεζοδρόμιο και ζητιανεύει. «Τι κάνει εδώ το κοριτσάκι, μαμά;» Το φανάρι ανάβει πράσινο, λυτρωτικό. Ένα βήμα μπροστά, δέκα πίσω. Το λιλιπούτειο χεράκι του, βαρίδι στο δικό μου, δεν μ’ αφήνει να προχωρήσω. «Όχι, μαμά. Μην φύγουμε. Τι κάνει εδώ το κοριτσάκι;» Δεν κουνιέμαι. Γυναίκα, στήλη άλατος σε χρυσό αμπαλάζ, παγωμένη από τις απορίες ενός τετράχρονου παιδιού, οφείλω να σταθώ γυμνή, ολόγυμνη, στη Βουκουρεστίου και να λογοδοτήσω για έναν κόσμο που εγώ τον έκανα και δικό του. Για έναν άλλον κόσμο που μέχρι σήμερα αρνιόμουν πεισματικά να του συστήσω, από φόβο μήπως τον πονέσει, από αγωνία μήπως τον μπερδέψει, από την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να αλλάξει. «Τι κάνει εδώ το κοριτσάκι, μαμά;» Η φωνή του, αντίλαλος ενός τούνελ στο οποίο από καθαρή ανοησία πίστευα πως δεν θα μπαίναμε ποτέ.

Τον τραβάω από το χέρι και μπαίνουμε στο πρώτο καφέ που βρίσκουμε μπροστά μας. Με καρφώνει στα μάτια, χωρίς να επαναλαμβάνει πια την ερώτηση. Μάτια ενήλικα, κόρες θλιμμένες, βλέφαρα στραμμένα στο σύμπαν των «άλλων παιδιών». Του μιλάω ήσυχα. Του λέω πως μερικά παιδάκια δεν είναι τόσο τυχερά όσο εκείνος. Πως οι γονείς τους δεν έχουν δουλειά και πως εκείνα δεν έχουν παιχνίδια, ούτε ζεστό κρεβατάκι, ούτε ωραία ρούχα, ούτε ζεστό νερό. Δεν έχουν τίποτα. Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, χωρίς να μιλήσει. Συνεχίζω. Υπάρχουν, του λέω, και κάποια άλλα παιδάκια ακόμη πιο μόνα, γιατί δεν έχουν κανέναν να τα αγαπάει. Ούτε μαμά, ούτε μπαμπά, ούτε γιαγιά, ούτε παππού. Μεγαλώνουν μέσα σε κάτι μεγάλα σπίτια που τα λένε ιδρύματα. Σηκώνει το βλέμμα και με κοιτάζει ξανά κατάματα, μ’ ένα πρωτόγνωρο και παράταιρο για την ηλικία του ενήλικο βλέμμα. «Πότε θα πάμε εκεί να τα δούμε;» Του λέω πως θα πάμε. Του το υπόσχομαι, με δώρα και γλειφιτζούρια. «Πάμε να τους τα πάρουμε τώρα, μαμά».

Τον πιάνω απαλά από το χέρι, ένα τόσο δα χεράκι που θέλει να χαρίσει δώρα και γλειφιτζούρια σε όλα τα «άλλα παιδάκια», και το φιλάω τρυφερά. Σαν χέρι αγίου που μου χάρισε ξανά το φως σε έναν κόσμο που μας έμαθε να περιφερόμαστε στο σκοτάδι του ατομικισμού μας. Βγαίνουμε πάλι στη Βουκουρεστίου, εκείνος με νέο χαμόγελο, εγώ με νέα ψυχή. Πιο ανάλαφρη, πιο ελεύθερη, πιο καθαρή. Δεν θέλει, λέει, να πάμε σήμερα για i-pad, ούτε για ρούχα, παιχνίδια και παπούτσια. Έχει, λέει, πολλά. Άλλα παιδάκια δεν έχουν τίποτα. Σταματάμε στο πρώτο περίπτερο που βρίσκουμε μπροστά μας και ρωτάω αν έχουν γλειφιτζούρια. «Πόσα θέλετε;» ρωτάει ο περιπτεράς. «Εκατό!» απαντά ο μικρός μου σοφός. Τα αγοράζω όλα, μαζί με μπισκότα, κουλούρια και κρουασάν. Επιστρέφουμε χέρι-χέρι στο σημείο της πιο αληθινής μας μέχρι σήμερα εκκίνησης, στη συμβολή των οδών Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου.

Το «κοριτσάκι με τα σπίρτα», ζωντανή εικόνα του πιο μισητού παραμυθιού των παιδικών μου χρόνων, στέκει ακόμη εκεί. Τη γεμίζουμε με γλειφιτζούρια, μπισκότα, κουλούρια και ένα μεγάλο φιλί από δύο σχεδόν συνομήλικα χειλάκια.

Επιστρέφουμε σπίτι. Σήμερα δεν έχει παραμύθι. Σήμερα έχει κάποια λόγια της αγαπημένης μου Οριάνα Φαλάτσι, που τα προόριζα για τον μικρό μου πρίγκιπα όταν θα μεγάλωνε λίγο ακόμη.

Με τα παιδιά, όμως, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρη πότε θα έρθει η δική τους «ενήλικη» ώρα:

«Ελπίζω να γίνεις ένας άντρας όπως πάντα τον ονειρευόμουν. Γλυκός με τους αδύναμους, άγριος με τους υπερόπτες, γενναιόδωρος με όποιον τον αγαπά, ανελέητος με όποιον διατάζει. Προσπαθώ να σου εξηγήσω ότι το να είσαι άντρας δεν σημαίνει μια ουρά μπροστά. Σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Κι εμένα αυτό που με νοιάζει είναι να είσαι άνθρωπος. Αν είσαι άνθρωπος με καρδιά και μυαλό, δεν θα είμαι ανάμεσα σ’ εκείνους που θα σε εξαναγκάσουν να συμπεριφερθείς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Θα σου ζητήσω μόνο να εκμεταλλευτείς καλά το γεγονός ότι γεννήθηκες και να μην υποκύψεις ποτέ στην αχρειότητα. Γιατί η αχρειότητα είναι ένα θηρίο που καραδοκεί αδιάκοπα. Μας δαγκώνει όλους καθημερινά και είναι λίγοι εκείνοι που δεν αφήνονται να τους ξεσκίσει. Ίσως είναι νωρίς να σου μιλάω έτσι. Ίσως θα έπρεπε να σου αποκρύψω προς το παρόν τις χυδαιότητες και τους πόνους, να σου μιλώ για έναν κόσμο αθώο και εύθυμο. Μα θα ήταν σαν να σε παρέσυρα σε μια παγίδα. Σαν να σε έκανα να πιστέψεις πως η ζωή είναι ένα μαλακό χαλί, όπου μπορείς να περπατήσεις ξυπόλυτος».

Χρόνια θαρραλέα, καρδιά μου…

Photo credit: Getty Images / Creative: Ανδρέας Κωστόπουλος