Να μακιγιάρω με απαλό ροζ μάγουλα κι ανέμελες εποχές. Να φοράω ψηλά τακούνια κι εκείνο το ξεχασμένο στο βάθος της ντουλάπας φόρεμα που’ χα αγοράσει για καλό. Ψηλά τα μαλλιά, πανύψηλα η χαρά, κάτω οι υποχρεώσεις. Να βγαίνω μόνη μου από το σπίτι. Ν’ αφήνω πίσω μου το γνωστό ερωτογαϊτανάκι «Πού πας;» «Τι ώρα θα γυρίσεις;» «Με ποιους θα βγεις;» _ με το αιωνόβιο φινάλε «Να προσέχεις».

Διαβάστε ακόμη: Οι πλαστικές των άλλων

Να νιώθω τον παγωμένο αέρα στο πρόσωπό μου, να βλέπω κόσμο να περπατά, κόρνες να τραγουδάνε, έφηβους να αγκαλιάζονται, μουσικές να αλαλιάζουν. Να μπαίνω στο μπαρ της νιότης μου και με μάτι εικοσάρας να τις βλέπω ξανά. Τις φίλες μου. Λίγο μεγαλωμένες στα δύσκολα, ελάχιστα παραδομένες στον χρόνο. Όλες τους όμορφες, όλες τους εργαζόμενες, όλες τους μαμάδες, όλες τους δούλες και κυράδες σ’ ένα “γύρω-γύρω όλες” που είχε τα πάντα: και μεγάλους έρωτες, και μικρές ήττες, και ματαιωμένα σχέδια, και δικαιωμένους αγώνες και αξημέρωτες βραδιές, και μέρες-κεφάλαια ζωής υπό τον τίτλο “σαν να μην πέρασε μια μέρα”.

Διαβάστε ακόμη: Θα αλλάζατε τη θέση σας με ένα παιδί που κλαίει; #Not

Το πρώτο ποτό “γεννά” τα νέα μας. Λίγο κοινότυπα, πολύ στριμωγμένα, υπερβολικά αγχωμένα, αλλά “έλα μωρέ θα τα καταφέρουμε, όπως τα καταφέρναμε πάντα”. Το δεύτερο “ξερνά” τα παλιά μας: τις τρέλες μας, τις αγωνίες μας, τις “αλητείες” μας, σταθερά συνοδευόμενες από εκείνο το γάργαρο, ανεπιτήδευτο, ξεκαρδιστικό γέλιο που μόνο ένα “παιδί” μπορεί να “ξεστομίσει”. Και το τρίτο… Το τρίτο φέρνει στην επιφάνεια τους άνδρες μας. Ναι, τους άνδρες μας. Αυτούς που “θυμάσαι πόσο τρελά ερωτευθήκαμε; Και πώς πλαντάζαμε κάθε φορά που δεν μας τηλεφωνούσαν; Και πόσες τρίχες μας έμειναν στο χέρι από την κόμη εκείνης της κουφιοκέφαλης που πίστευε ότι θα κατάφερνε να μπει ανάμεσά μας; Και πόσα κόλπα σκαρφιζόμασταν για να είμαστε συνεχώς μαζί; Όσο πιο πολύ μαζί, τόσο πιο πολύ ευτυχισμένες…”.

Και η ευτυχία έγινε γάμος με κουφέτα. Κι ο γάμος με κουφέτα έγινε μωρά με πάνες. Και τα μωρά με πάνες έγιναν παιδιά με… “μπαμπάδες που έχουν λιγότερο μυαλό από ένα πεντάχρονο!” Παύση. Νεύμα για τέταρτο ποτό. Με τις ιστορίες των “μπαμπάδων που έχουν λιγότερο μυαλό από ένα πεντάχρονο” να γράφονται σε ενήλικα λευκώματα φρικαρισμένων μαμάδων. Όπως εγώ κι εσύ: “Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έπαθα προχθές. Δύο ώρες τον άφησα στο σπίτι με τα παιδιά για να πάω σούπερ μάρκετ κι όταν επέστρεψα δεν βρήκα ούτε σπίτι, ούτε παιδιά. Μη γελάτε! Δεν είμαι υπερβολική.

Η μεγάλη «Κάπου στη Γλυφάδα πήγε με τις φίλες της. Δεν κατάλαβα με ποιες. Όχι, δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσει, άμα θες πάρε τη τηλέφωνο», ο μικρός βαμμένος “δρακουλάκι” με μαύρο μαρκαδόρο, το σπίτι βομβαρδισμένο από πατατάκια, γαριδάκια, ποπ κορν, μαξιλάρια, παγωτά και μπέικον _ εκατομμύρια κομματάκια μπέικον _, κι ο ακατονόμαστος καλυμμένος με ένα σεντόνι να φωνάζει: “Μπουυυυυυ, θα σε πιάσω και θα σε κάνω μια χαψιά! Μπουυυυυυυ μόνο μην το πεις στη μαμά!”.

“Πάλι καλά!”, λέει η αμέσως επόμενη φιλενάδα χτυπώντας δυνατά το χέρι στην μπάρα: “Ο δικός σου τουλάχιστον κάτι κάνει! Ο δικός μου, που τον άφησα προχθές μόνο με τα παιδιά ξέρετε τι έκανε; Ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στον καναπέ και πήρε τον ύπνο του δικαίου! Ούτε ενδιαφέρθηκε αν τα παιδιά είναι νηστικά, ούτε ασχολήθηκε αν έχουν διαβάσει. Ο νεροχύτης τίγκα στα άπλυτα, το μπάνιο ένα χάος, ρούχα στο πάτωμα, η υπομονή μου στο ταβάνι. Όταν γύρισα και τον είδα να ροχαλίζει, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Έμπηξα μια τέτοια φωνή που απ’ την τρομάρα του σωριάστηκε στο πάτωμα! Ακούς εκεί να κοιμάται!”.

Οι ιστορίες “των μπαμπάδων που έχουν λιγότερο μυαλό από ένα πεντάχρονο” δεν έχουν αρχή, ούτε τέλος.

Στην ημερήσια διάταξη των φρικαρισμένων μαμάδων καταγράφεται ο “μπαμπάς που… ξεκαρδίζεται επαναλαμβάνοντας μπροστά στα παιδιά με υποκοριστικά μεν όλο το υβρεολόγιο της ελληνικής γλώσσας δε», ο άλλος που δίνει στο παιδί μια σταλιά τσίπουρο γιατί «κι εμένα μου έδινε ο δικός μου και δεν έπαθα τίποτα”, κι αυτός που “Άσε μωρέ πια τα παιδιά και λίγο ελεύθερα. Από τότε που έγινες μάνα όλο στην υστερία είσαι!”

Έχουν δίκιο; Κοιταζόμαστε. Ένα δίκιο περί υστερίας (μας) το έχουν. Δεν ξέρω αν για την μετάλλαξή μας από ελεύθερα πνεύματα σε υπερπροστατευτικά όντα ευθύνεται η ιδιότητα της μάνας ούτε έχω καταλήξει για το εάν το ουσιαστικό της “αγάπης” είναι περισσότερο μητρική παρά πατρική υπόθεση. Εκείνο ωστόσο για το οποίο βάζω το χέρι μου στη φωτιά είναι ότι αυτός ο υπεπροσταυτισμός _ενίοτε και αυταρχισμός _ με τον οποίο οι περισσότερες εξ ημών μεγαλώνουμε τα παιδιά μας μόνο μπούμερανγκ μπορεί να γυρίσει, τόσο σ’ εκείνα όσο και σ’ εμάς.

Γιατί στην τελική, και η αταξία, και η ατασθαλία, και η ανευθυνότητα, και οι βρισιές, και τα ρίσκα, και οι κάλτσες στο πάτωμα, και τα “βομβαρδισμένα” από πατατάκια σαλόνια, και τα άπλυτα στον νεροχύτη και το… μια τζούρα τσίπουρο, μέσα στη ζωή μας είναι. Και κανείς άλλος δεν μπορεί να τα συστήσει καλύτερα στα παιδιά μας όσο οι μπαμπάδες που σε αντίθεση με εμάς, “γεννήθηκαν για να μην μεγαλώσουν ποτέ…”