Ο δικαιωματικός άνθρωπος

Εκείνος ή εκείνη που βιάζεται πιο πολύ από εσάς. Που εκνευρίζεται, που σνομπάρει πιο πολύ από εσάς. Που δικαιούται περισσότερα από εσάς. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζει.
Πάμε λίγο, σιγά-σιγά, να ξαναδούμε μερικούς ορισμούς της ελληνικής γλώσσας, μπας και βγάλουμε συνεννόηση κάποια στιγμή. “Δικαιωματικός”, σύμφωνα με το λεξικό, είναι αυτός που απορρέει από ένα δικαίωμα (ένας ορισμός). Ή αυτός που δικαιούται ή αξίζει κάτι (δεύτερος ορισμός). Υπάρχουν 1-2 ακόμα αποχρώσεις, ωστόσο, μέσες-άκρες, η ουσία είναι αυτή.
Όταν ο όρος κάνει αναφορά σε ανθρώπους, ωστόσο, η έννοια αλλάζει ελαφρώς. Δικαιωματικός (επίθετο σε θέση ουσιαστικού) είναι αυτός που ασκεί τα δικαιώματά του, χωρίς, ωστόσο, να αναγνωρίζει και στον απέναντι τα ίδια αυτά δικαιώματα για τα οποία διαρρηγνύει ιμάτια εκείνη τη στιγμή.
Μπορείτε να διαβάσετε ακόμη: Νηστίσιμο μπέικον
Ας το κάνω λίγο πιο λιανά. Το απόλυτο παράδειγμα δικαιωματικών ανθρώπων είναι τα μικρά παιδιά κάτω των 5. Θέλουν, διεκδικούν. Απλώνουν χέρι, παίρνουν. Προφανώς δεν ρωτούν, δε κοιτούν. Κι αν τολμάτε, ας κάνετε το τρομακτικό λάθος να απλώσετε δαχτυλάκι προς την κατεύθυνσή τους τη δεδομένη στιγμή. Να αγγίξετε, έστω, αυτό που έχουν στα χέρια, ό,τι κι αν είναι. Η τσιρίδα είναι το μίνιμουμ που θα εισπράξετε. Joey doesn’t share food. Τελεία.
Το απόλυτο παράδειγμα δικαιωματικών ανθρώπων είναι τα μικρά παιδιά κάτω των 5 ετών. Μετά τα 6, ωστόσο, δικαιωματικός δεν υπάρχει. Από εκεί και πέρα, ισχύουν άλλες λέξεις.
Γιατί τα λέω όλα αυτά, θα ρωτήσετε, κι ένα δίκιο θα το έχετε. Εξηγώ παραθέτοντας ένα περιστατικό από το καλοκαίρι του 2020. Το ανέσυρε η μνήμη μου πρόσφατα, με αφορμή ένα άλλο, ανάλογο. Ωστόσο, το περιστατικό του 2020 είναι πολύ πιο χαρακτηριστικό. Πριν, όμως, ας εξηγήσω δύο πράγματα για τη συνθήκη και το σκηνικό στο οποίο έλαβε χώρα.
Δικαιωματικός και στην Επίδαυρο
Σύμφωνα με τα τότε υγειονομικά μέτρα λόγω Covid, το άδειασμα του θεάτρου της Επιδαύρου ήταν ανά κερκίδα και σειρά, με τους ευγενέστατους ταξιθέτες και ταξιθέτριες να ορίζουν τη ροή. Για όσους δεν έχει τύχει να έρθουν στην Επίδαυρο, να πω πως, ανέκαθεν, ακόμα και σε φάσεις 110% πληρότητας, είναι αδύνατον να κάνετε πάνω από 10 λεπτά να βγείτε από το θέατρο. Και max άλλο ένα δεκάλεπτο για να φύγετε με το αυτοκίνητο. Το μέγεθος του θεάτρου, ο αριθμός των εξόδων, η διάρθρωση του πάρκινγκ και η γενικότερη οργάνωση επιτρέπουν αυτούς τους χρόνους-ρεκόρ. Και είναι ρεκόρ, αν συνυπολογίσει κανείς πως στην 110% πληρότητα το θέατρο φιλοξενεί ως και 17.000 θεατές.
Τότε, με τον αναγκαστικό, λόγω covid, τρόπο, αλλά τους μισούς, πλέον, θεατές, ο χρόνος αποχώρησης ήταν μετά βίας 1-2 λεπτά παραπάνω. Κι αυτό επειδή, αντί να είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον στις άκρες της κάθε κερκίδας για να βγούμε, μας ζητούσαν να μείνουμε στη θέση μας για να κατέβουμε πιο οργανωμένα. Αυτό, και τίποτε άλλο.
“Στο κάτω-κάτω, βιάζομαι”
Flash back, λοιπόν, στο καλοκαίρι του 2020. Τελευταία παράσταση Λυσιστράτη, δευτερόλεπτα αφού τελείωσε το τελευταίο χειροκρότημα και άνοιξαν τα φώτα. Σταρ του περιστατικού “κυρία” με ξινισμένο ύφος μαντάμ Σουσούς που δέχεται επίσκεψη από τους παλαιούς γειτόνους από τον Μπίθουλα. Χωρίς μάσκα, σπρώχνει άπαντες, και την ταξιθέτρια, και κατεβαίνει στον διάδρομο για να φύγει πρώτη. Η κοπέλα κάνει προσπάθεια -παρά το σπρώξιμο, ευγενέστατα, και στον πληθυντικό- να την σταματήσει/εγκαλέσει. Μεταξύ άλλων, ευγενέστατα πάντα, της λέει “Επιτρέψτε μου να κάνω τη δουλειά μου”.
Η απάντηση της “κυρίας” με άφησε άναυδη. “Ποια δουλειά σου, κοπέλα μου! Το “σήκω εσύ” και “να φύγει αυτή η σειρά”; Σιγά τη δουλειά, που δικαιολογεί και μισθό. ΕΓΩ σε πληρώνω, αν θες να ξέρεις. Και, στο κάτω-κάτω, βιάζομαι.”
Αν δεν το καταλάβατε, η “κυρία” πληρώνει. Κι όποιος πληρώνει, έχει δικαίωμα. Αμ, πως. Επίσης, κι εφόσον πληρώνει, δεν εγκρίνει την κάθε μικρή να λέει “σήκω εσύ, κάτσε εσύ”. Και σε τελική ανάλυση, βιάζεται, ΒΙΑΖΕΤΑΙ! Τι δεν καταλαβαίνετε; Αφού είναι βιαστική η γυναίκα, δεν είναι αυτονόητο να φύγει πρώτη σμπρώχνοντας τους πάντες;
Τι είπατε; Υπήρχαν άλλοι 200 άνθρωποι στη συγκεκριμένη κερκίδα που περίμεναν υπομονετικά αυτό το 5λεπτο; (Μιλάμε πάντα για χρόνους μεταξύ 5 και 7 λεπτών. Δεν μιλάμε για μισή ώρα αναμονή, το διευκρινίζω ξανά). Τι μου λέτε; Ίδιο είναι το δικό της “βιάζομαι”, και το δικό μας, όλων υμών των πλεμπαίων;
Σιγά μην έχει την ίδια βαρύτητα. Το δικό της “βιάζομαι” δεν είναι για να το πιάνουμε στο στόμα μας. Το δικό της…
Δικαιωματικός ως τα έξι, μετά ισχύουν άλλες λέξεις
Καλό είναι να γίνει μια για πάντα κατανοητό το εξής. Ο δικαιωματισμός, όπως τον περιέγραψα πιο πάνω, έχει την πλάκα του αν κάποιος είναι ως πέντε χρονών. Άιντε έξι, βαριά-βαριά. Μετά από εκείνη την ηλικία (ακόμα περισσότερο μετά την ενηλικίωση), αν κάποιος τον ασκεί, βάζει μόνος τον εαυτό του, και μάλιστα με γεωμετρική ανοδική πρόοδο, σε διάφορες κατηγορίες. Από απλό γραφικό, ως απολύτως καταγέλαστο αναξιοπρεπές υποκείμενο. Με άλλα λόγια: μετά τα έξι, δικαιωματικός δεν υπάρχει. Από εκεί και πέρα, ισχύουν άλλες λέξεις. The choice is ours.
Photo credit: Cruel Intentions (1999), IMDb