Το λένε mental load, εγώ το λέω «το έκαψα»

Ένα «φτάνει» για όλα όσα μας γονατίζουν χωρίς να φαίνονται. Και για την ανάγκη να τα αφήσουμε κάτω – πριν καούμε εντελώς.
Συνέβη ένα πρωί. Κάπου ανάμεσα στο επιτακτικό «θυμήσου να πάρεις αυγά!» και στο απορημένο «γιατί φοράω ανάποδα τη μπλούζα;». Με τα μάτια καρφωμένα μπροστά, τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι και το μυαλό χαμένο σε υπαρξιακά του στυλ: «Ποια είμαι; Τι είμαι; Πού πάω; Γιατί πάω;». Αλτσχάιμερ, το είπα. «Mental load», αναφώνησε λίγο αργότερα η κολλητή μου γελώντας. «Μην ανησυχείς, καλέ. Όλες το έχουμε πάθει. Με τόσα που έχουμε στο μυαλό μας, το έχουμε κάψει». Mental load, λοιπόν. Έτσι λέγεται η καινούρια μου φίλη. Δεν έχει ιδρώτα, δεν έχει τρέμουλο, δεν έχει καν «ουφ». Είναι ήσυχη, αόρατη, ύπουλη. Και πάντα δίπλα μου. Χωρίς να τη διαλέξω, χωρίς να την επιλέξω, χωρίς καν να με ρωτήσει.
Διαβάστε ακόμη: Ο μισογυνισμός προέρχεται από τις γυναίκες
Στην αρχή νόμιζα πως για το κάψιμο (μου) φταίει η δουλειά. Γράψε λάθος. Δεν είναι η δουλειά που με εξαντλεί. Είναι όλα τα πριν και τα μετά της. Το να σκεφτώ αν άναψα τον θερμοσίφωνα, τι θα φάνε τα παιδιά όταν γυρίσουν από το σχολείο, αν έβαλα βενζίνη, αν θα έχει κίνηση, αν θα βρω να παρκάρω, αν θα προλάβω να περάσω από το σούπερ μάρκετ. Μετά είπα: φταίει το μαγείρεμα. Με τόσο ατμό, όλο και κάποιο εγκεφαλικό κύτταρο θα βράζει κάθε μέρα. Αλλά ούτε αυτό ήταν. Είναι όλα τα πριν και τα μετά του μαγειρέματος. Το brainstorming της κουζίνας. Να σκεφτώ τι υπάρχει στο ψυγείο, τι δεν υπάρχει, τι χάλασε, τι αντέχει, πότε λήγει το κοτόπουλο, ποιος είναι αλλεργικός στο μπρόκολο και σε ποιο διαολεμένο ντουλάπι χάθηκαν (μαζί με μένα) εκείνα τα τάπερ με τα μπλε καπάκια.
Διαβάστε ακόμη: Coaches παντού: Σωτηρία ή πανδημία με πιστοποίηση;
Αργότερα, υπέθεσα ότι για τον κακό μου τον καιρό φταίνε οι δουλειές του σπιτιού. Όπως προχθές, που ξέχασα το σίδερο πάνω στο πουκάμισο μου το καλό — κι έγινε το κακό. Αλλά όχι. Ούτε οι δουλειές φταίνε. Φταίει ότι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να θυμάμαι ότι δεν έχουμε χαρτί υγείας, ότι πρέπει να κλείσω ραντεβού για τα φρένα του αυτοκινήτου, ότι πρέπει να πεταχτώ στην τράπεζα για να βγάλω χρήματα για τα ιδιαίτερα των παιδιών, ότι θα χτυπήσει το τηλέφωνο για τα διαδικτυακά ραντεβού με τους καθηγητές, ότι τελειώνει το απορρυπαντικό, ότι πρέπει να απαντήσω στο «μαμά, πού είναι η μαύρη μου ζακέτα;». Δεν ξέρω, αγάπη μου. Μπορεί να την πέταξα. Μπορεί να την έκρυψα. Μπορεί και να την έκαψα. Όπως το πουκάμισο. Όπως το φτωχό μου το μυαλό.
Τι φταίει, λοιπόν, για το mental load μου; Το ότι έχασα τη χαρά του να λειτουργώ χωρίς να κουβαλάω στους μικροσκοπικούς μου ώμους το σύμπαν ολόκληρο. Εγώ είμαι το Google Home. Δεν λένε «Hey Romina». Για τα πάντα όλα, λένε «το θυμήθηκες;». Όχι, δεν το θυμήθηκα. Δεν μπορώ πια να τα θυμάμαι όλα. Ούτε θέλω. Θέλω κάποιος άλλος να θυμηθεί να αγοράσει τις σακούλες των σκουπιδιών και το χαρτί κουζίνας, να γεμίσει το άδειο ντεπόζιτο, να κλείσει το ραντεβού στον παιδίατρο, να πλύνει τα πιάτα, να μαζέψει τα ποτήρια κι εκείνες τις διαρκώς πεταμένες και μονίμως γυρισμένες ανάποδα πιτζάμες από το πάτωμα. Και μην αρχίσουμε με τα «μα δεν βοηθάει καθόλου ο σύζυγος και τα παιδιά;». Ναι, βοηθάνε. Όταν τους το πω. Αν τους το πω. Άμα θυμηθώ να τους το πω. Αν το έχω ήδη οργανώσει, σκεφτεί, μεταφράσει σε task και τους το παραδώσω σαν brief. Γιατί το να «βοηθάνε» προϋποθέτει πως εγώ είμαι η υπεύθυνη. Η λίστα. Η οδηγία. Η υπενθύμιση. Η αρχηγός. Η ομάδα συντονισμού. Ο ανθρώπινος server της καθημερινότητας.
Όχι. Δεν θέλω άλλο να είμαι ο server. Δεν μπορώ άλλο να είμαι το κέντρο ελέγχου για κάθε αυγό, καπάκι, μπλούζα, φρένο και απορρυπαντικό.
Γιατί όσο συνεχίζω να λειτουργώ έτσι, ένα πράγμα είναι σίγουρο: θα συνεχίσω να καίγομαι.
Σαν το πουκάμισο. Να χάνομαι. Σαν τη μαύρη ζακέτα. Να αδειάζω. Σαν τη συσκευασία του απορρυπαντικού. Όχι. Δεν φταίνε αυτοί. Εμείς φταίμε. Επειδή νομίσαμε – και πειστήκαμε – πως αν δεν τα κάνουμε όλα, θα διαλυθεί το σύμπαν. Σου έχω όμως νέα: δεν θα διαλυθεί. Άντε και μείναν τα παιδιά νηστικά. Ε και; Ας μάθουν να βράζουν ένα αυγό. Ή ας παραγγέλνουν. Ή – ακόμα καλύτερα – ας αρχίσουν να ρωτάνε «τι μπορώ να κάνω κι εγώ;» αντί για «τι έχει για φαγητό;».
Πρέπει να κρατήσουμε χώρο για τον εαυτό μας. Γιατί αλλιώς θα καταλήξουμε να μιλάμε σε κατσαρόλες και να σκεφτόμαστε σοβαρά να τις αφήσουμε να πλυθούν μόνες τους. Πρέπει να μάθουμε να λέμε «Δεν μπορώ». «Δεν θυμάμαι». «Δεν θέλω». Ξέρεις τι ωραίο που είναι το «Δεν θέλω»; Δεν είναι όλα στο χέρι μας, αγάπη μου. Άντε και πήρες αυγά. Αν δεν πάρεις ανάσα, θα σπάσεις εσύ πρώτη. Και δε φτιάχνεσαι με ανακάτεμα. Ούτε με ντεπόν. Φτιάχνεσαι με χώρο. Με ένα «σήμερα δεν έχει». Με ένα «βρείτε τα μόνοι σας». Με ένα «φεύγω για καφέ – και άμα με ψάχνετε, μη με βρείτε». Πριν το κάψουμε εντελώς, λοιπόν, ας σταθούμε λίγο. Να μας κεράσουμε ένα ποτήρι κρασί. Να μουλιάσουμε στο μπάνιο. Να ακούσουμε το απόλυτο τίποτα. Να κοιτάξουμε για ώρα το ταβάνι χωρίς σκέψεις. Και να πούμε: «Όχι σήμερα, αγάπες μου γλυκιές. Σήμερα θα φροντίσω εμένα. Εσάς – αύριο. Αν προλάβω…»