Στα πενήντα… ξέρεις!

Στα πενήντα, δεν μετράς χρόνια. Μετράς ανοχές, ενοχές και προσποιήσεις. Και τις σβήνεις με ένα μόνο φύσημα…
Κλείνεις τα πενήντα. Στρογγυλά. Καθαρά. Σε πενταόροφη ροζ τούρτα ή ταπεινή πάστα — καμία σημασία. Καθώς σκύβεις για να σβήσεις τα κεράκια κάτι τρίζει μέσα σου (κι έξω σου), σαν παλιό πάτωμα που το πατάνε βήματα βαριά. Φυσάς κατάμουτρα μισό αιώνα. Με ανάσα πιο βαθιά απ’ ό,τι συνήθως. Ένα δυνατό χειροκρότημα απλώνεται γύρω σου. Χειροκροτάς κι εσύ. Πιο δυνατά. Είσαι πλέον γυναίκα που βαράει στον εαυτό της παλαμάκια για όσα άντεξε, για όσα αφήνει πίσω και για όσα είναι μπροστά. Που δεν μετρά τα χρόνια σαν βάρος αλλά σαν στρώσεις μιας τούρτας: άλλες γλυκές, άλλες ξινές, αλλά όλες δικές της.
Στα πενήντα, η ζωή σου δεν είναι ούτε πρόχειρο ούτε προσχέδιο. Είναι τόμος ολόκληρος, γραμμένος με τόνους μελανιού, λεκέδες από καφέ και κόκκινο κρασί, γεμάτος υποσημειώσεις στο περιθώριο, με φράσεις πειραγμένες κι άλλες που, όσο παλιές κι αν είναι, συνεχίζουν να φεγγοβολούν. Σελίδες σκισμένες από λάθη, ξεφτισμένες από υπομονές, μουτζουρωμένες από θυμούς. Κεφάλαια γραμμένα με πείσμα, διορθωμένα με επιμονή, σβησμένα με γομολάστιχες και μπλάνκο. Στα πενήντα, δεν διορθώνεις ούτε σβήνεις. Σηκώνεις το βλέμμα από το χαρτί και συνεχίζεις να γράφεις. Όχι όπως θέλουν οι άλλοι. Όπως αντέχεις. Όπως ξέρεις. Όπως θέλεις. Γιατί στα πενήντα, έχεις πια καταλάβει: το βιβλίο δεν γράφεται για να είναι τέλειο. Γράφεται για να είναι αληθινό.
Στα πενήντα, δεν επιζητάς την προσοχή. Τη φέρνεις μαζί σου. Με τη στάση του σώματος που λέει «έχω δει πολλά». Κι όποιος αντέχει, κάθεται. Οι άλλοι; Στην έξοδο, παρακαλώ. Φοράς ό,τι γουστάρεις. Ένα τζιν σκισμένο στα γόνατα ή ένα κόκκινο φόρεμα με πέδιλα μέσα στο καταχείμωνο _ αν έτσι θέλεις. Κάνεις μαλλί κόκκινο, ξανθό ή άσπρο. Το αφήνεις να ανεμίζει στον αέρα ή το μαζεύεις ψηλά, χωρίς να ρωτήσεις κανέναν αν σου πάει. Βάζεις στο αυτοκίνητο τη μουσική στη διαπασών και χορεύεις σαν δεκαπεντάχρονη αδιαφορώντας για την κυρία που σε κοιτάζει από το διπλανό τζάμι με μάτι στραβωμένο. Γιατί; Γιατί έτσι σου κατέβηκε. Γιατί δεν χρωστάς εξηγήσεις για τίποτα και σε κανέναν. Κάποτε ζητούσες συγγνώμη. Επειδή άργησες. Επειδή έκανες λάθος. Επειδή ζήτησες βοήθεια. Επειδή ήσουν κουρασμένη ή δεν ήσουν όπως «έπρεπε». Τώρα, σηκώνεις το βλέμμα, ισιώνεις τους ώμους και προχωράς. Όποιος θέλει, ακολουθεί. Όποιος δεν μπορεί, ας μείνει πίσω.
Στα πενήντα, αν κουραστείς, κάθεσαι. Αν δεν θες να μιλήσεις, σωπαίνεις. Δεν απολογείσαι που βαριέσαι, που μπουχτίζεις, που δεν θες. Κάνεις χώρο μόνο για ό,τι σε γεμίζει. Διαλέγεις τις λέξεις σου, τα βράδια σου, τους ανθρώπους σου. Δεν θες πια να σε συμπληρώνουν. Θες να μη σε στραγγίζουν. Θες φίλους που να μη χρειάζεται να παριστάνεις κάτι. Δεν αντέχεις τα κουτσομπολιά, τις κατινιές, τις μικρότητες. Δεν έχεις χώρο για μικρούς ανθρώπους και μισές κουβέντες. Θες μόνο αλήθειες. Κι αν κάποιος δεν τις αντέχει, πρόβλημά του. Δεν μικραίνεις πια για να χωρέσεις στους άλλους. Μεγαλώνεις για να χωρέσεις εσύ. Ολόκληρη. Με τα θέλω σου, τα όχι σου και τα όνειρα που κάποτε δείλιασαν, αλλά τώρα προχωρούν με το θάρρος και το θράσος να υπάρξουν.
Στα πενήντα δεν παίζεις τον ρόλο της μικρής χαριτωμένης με τις καμπύλες και την ανεμελιά. Δεν είσαι ανεμελιά. Είσαι πολύτιμο βάρος. Είσαι εκείνη που σήκωσε οικογένειες, πληρωμές, αδιέξοδα και επανεκκινήσεις. Δεν φοβάσαι το «μόνη». Έχεις υπάρξει με λάθος ανθρώπους τόσο καιρό, που η μοναξιά είναι πια φίλη. Μιλάτε κάθε βράδυ, ανταλλάσσετε αναστεναγμούς και σιωπές, και δεν σε ρωτάει ποτέ «τι έχεις;». Σε ξέρει. Σε σέβεται. Και σε αφήνει να αναπνέεις.
Στα πενήντα, δεν υποκρίνεσαι ότι σε νοιάζει η γνώμη της μαμάς, της θειάς ή της κυρά Φρόσως από το χωριό. Τις ακούς, χαμογελάς _ γιατί σου περισσεύει καλοσύνη _, αλλά δεν κουβαλάς πια την κρίση τους στις πλάτες σου. Δεν παλεύεις να κρατήσεις φιλίες, έρωτες ή οικογενειακές ισορροπίες μόνο και μόνο για να μη χαλάσει η εικόνα σου. Αν χαλάσει, καλύτερα. Ήταν ήδη ραγισμένη. Δεν πνίγεις πια τα «θέλω» σου για να κάνεις τη ζωή πιο βολική στους άλλους. Κερνάς τα «δεν μπορώ» σου. Και αλλάζεις πλευρό.
Στα πενήντα έχεις απαιτήσεις. Από τη ζωή, από τον έρωτα, από τον εαυτό σου. Δεν συμβιβάζεσαι με εκείνους που δεν ξέρουν να εκτιμούν. Δεν σου αρκούν τα λόγια που δεν έχουν τίποτα να πουν, τα βλέμματα που σε προσπερνούν. Θέλεις βλέμμα που να στέκεται πάνω σου και να σε αντέχει. Θέλεις παρουσία που να μιλάει χωρίς να υπόσχεται. Θέλεις το ένστικτό σου να σου φωνάζει χωρίς καμία αμφιβολία: «Εδώ. Εδώ μένεις.»
Στα πενήντα, μαθαίνεις να μην περιμένεις σωτήρες, εγγυήσεις ή βεβαιότητες. Δεν κρύβεσαι πίσω από ρόλους που δεν σου χωράνε, δεν τρέχεις να προλάβεις προσδοκίες άλλων. Μαθαίνεις να ζεις την κάθε μέρα όπως ακριβώς την φαντάζεσαι: όχι τέλεια, αλλά δική σου. Και είναι τότε, ακριβώς στα πενήντα, που κατανοείς με τον πιο απόλυτο τρόπο εκείνη τη φράση του Albert Camus που διάβαζες πιτσιρίκα: «Μέσα στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα πως υπήρχε μέσα μου ένα ανίκητο καλοκαίρι.»…
Photo credit: Istock