Η μάνα είναι ήχος. Το γάλα στο γκαζάκι που ζεσταίνεται πριν ακόμη ξημερώσει. Το κουτάλι που γυρνάει στο ποτήρι με το φάρμακο. Το «βγάλε τα παπούτσια σου, έχω σφουγγαρίσει». Το τρίξιμο στο κρεβάτι κάθε φορά που γυρνάς αργά, η σιωπή της που φωνάζει «σ’ έψαχνα». Κι ο αντίλαλος του — «στα’ λεγα εγώ». Η πόρτα που μισοκλείνει για να μη σε ξυπνήσει πρωί πρωί. Το φύλλο της ντουλάπας που ανοίγει για να σου βγάλει τα καθαρά. Ο ήχος απ’ την εξάτμιση που γρυλίζει στον δρόμο περιμένοντας να κατέβεις. Το τηλέφωνο που χτυπάει επίμονα μέχρι να το σηκώσεις, μαζί με ένα «είσαι παιδάκι μου καλά;».

Διαβάστε ακόμη: Στα πενήντα… ξέρεις!

Η μάνα είναι μνήμες. Το σκεπασμένο με πετσέτα πιάτο που λέει «σε περίμενα». Μια κουταλιά φακές που κατάπινες με δυσκολία παρέα με εκείνο το «φά’ τες, έχουν σίδηρο» Η διπλωμένη νυχτικιά. Το στρωμένο κρεβάτι. Η ζακέτα που ξέχασες να πάρεις. Η πετσέτα που ζέσταινε στο καλοριφέρ. Το φλυτζάνι με τον ελληνικό τ’ απογεύματα, και η σοκολάτα πάνω στο γραφείο στις εξετάσεις. Το στόλισμα του δέντρου με στολίδια που δεν ταίριαζαν πουθενά, αλλά έμπαιναν παντού. Το κουτί με τα πτι μπερ. Οι φωτογραφίες σε κορνίζα στο σαλόνι. Τα δάχτυλα της στα μαλλιά σου ενώ κοιμόσουν. Για να σιγουρευτεί ότι είσαι εντάξει.

Η μάνα είναι φύλακας. Αν τρως, αν αγαπάς, αν σ’ αγαπούν, αν αντέχεις. Αν χορταίνεις ύπνο. Αν έχεις χάσει βάρος. Αν σε πιέζει κάτι. Αν υπάρχει κάποιος να σου κρατά το χέρι. Γιατί έβηξες, γιατί αναστέναξες, γιατί κρύωσες, γιατί σήμερα είναι διαφορετικός ο τόνος της φωνής σου. Γιατί άργησες να απαντήσεις, γιατί είπες «τίποτα» ενώ έχεις κάτι. Γιατί δεν γελάς όπως χθες; Ποιος σε πείραξε; Ποιος σε αγνόησε; Ποιος σε υποτίμησε; Ποιος σε στενοχώρησε; Ποιος σε πλήγωσε — και δεν μου το είπες; Μη φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ.

Διαβάστε ακόμη: Μητρότητα μετά τα 45: Δικαίωμα ή ταμπού;

Η μάνα είναι ένστικτο. Πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, έχει σηκωθεί. Πριν πεινάσεις, έχει μαγειρέψει. Πριν πονέσεις, έχει διαισθανθεί. Πριν τρομάξεις, έχει μπει μπροστά. Πριν μιλήσεις, έχει καταλάβει. Πριν ζητήσεις, έχει δώσει. Πριν φύγεις, έχει ετοιμάσει κάτι «για τον δρόμο». Πριν επιστρέψεις, έχει αφήσει το φως ανοιχτό. Πριν χρειαστείς κάποιον — είναι ήδη εκεί.

Η μάνα είναι χώμα. Σκληρό όταν σε μαλώνει, μαλακό όταν πέφτεις. Σου δίνει ρίζες βαθιές, να κρατηθείς όταν φυσάει. Σε κρατά σταθερό όταν όλα γύρω γλιστρούν. Μετράει σημάδια, βήματα, πτώσεις, ξεκινήματα. Χώμα που μυρίζει ζωή κι εποχές κι αντέχει, όσο κι αν το πατάς. Αρκεί να ανθίσεις.

Η μάνα είναι σώμα. Που έγινε στρώμα, μαξιλάρι, σκαλοπάτι, αγκαλιά. Που γονάτισε, που μπουσούλισε, που κάθισε κατάχαμα, που σε σήκωσε από δάπεδα κι από καταρρεύσεις. Σώμα που έτρεξε, που άντεξε, που στήριξε χωρίς διαλείμματα κι αγκομαχητά. Που ξενύχτησε σκυμμένο σε προσκεφάλι. Που μπήκε μπροστά όταν έπρεπε, και πίσω όταν χρειαζόταν. Σώμα που άνοιξε δρόμο για να προχωρήσεις. Που μίκρυνε για να περάσεις. Που πλάγιασε για να ησυχάσεις. Που ποτέ δεν είπε πως πονά — μόνο και μόνο για να μην στεναχωρηθείς.

Η μάνα είναι βλέμμα. Που σε διαπερνά όταν λες ψέματα. Που φωτίζει στην ευτυχία σου. Που καμαρώνει στην επιτυχία σου. Που σκοτεινιάζει στις δυσκολίες σου. Που σε μαλώνει χωρίς φωνή, με ένα σήκωμα φρυδιού, με μια παύση. Που ανοίγει διάπλατα στον κίνδυνο. Που καρφώνεται πάνω σου όταν υποφέρεις και δεν το λες. Βλέμμα που θυμάται, που σημειώνει, που σε γνωρίζει και στις σιωπές σου. Βλέμμα που γνέφει καταφατικά — όχι για να συμφωνήσει, αλλά για να σε βεβαιώσει πως δεν είσαι μόνη. Βλέμμα που ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις.

Η μάνα είναι χέρια. Χέρια που έπλυναν, έραψαν, έδειξαν, κράτησαν.

Που έγιναν τιμόνι, κατσαρόλα, πλάτη, ασπίδα. Που σκέπασαν παιδικά σεντόνια, έδεσαν μαλλιά, σήκωσαν βάρη, κατέβασαν πυρετούς. Χέρια που έσπρωξαν καρότσια, άπλωσαν ρούχα, σκούπισαν πρόσωπα. Που έμαθαν να μετράνε το ρύζι με το μάτι και το άγχος με την αφή. Που πήγαν κι ήρθαν χίλιες φορές — παραμένοντας ακούραστα. Χέρια που δεν ήξεραν να ζητούν, μόνο να δίνουν.
Που ήταν πάντα απασχολημένα, κι όμως πάντα διαθέσιμα. Χέρια που ακόμη κι όταν μύριζαν κρεμμύδι, μοσχοβολούσαν σαπούνι.

Η μάνα είναι σκιά. Πίσω σου. Πλάι σου. Πάντα εκεί. Δεν ακούγεται. Δεν τραβάει βλέμματα. Δεν σου κρύβει το φως — το αφήνει όλο πάνω σου. Κάνει ένα βήμα πίσω όταν εσύ πας μπροστά. Κάνει δύο όταν δεν είσαι σίγουρη. Φεύγει απ’ το πλάνο για να σε δουν καλύτερα. Μαζεύει την ανάσα της για να μη σε διακόψει. Στις παλιές φωτογραφίες, σπάνια φαίνεται, αλλά ήταν πάντα εκεί. Μπροστά σου όταν ξεκίναγες. Πίσω σου όταν παραπατούσες. Πλάι σου όταν αγωνιούσες. Σε πρόσεχε όταν δεν κοιτούσες. Αλλά αν έστριβες απότομα, θα την έβλεπες.

Ακόμα εκεί είναι. Ακόμα εδώ είναι. Σκιά. Παντοτινά δική σου…

Photo credit: Από το προσωπικό αρχείο της Ρομίνας Ξύδα