«Και πότε είπες, μαμά, θα πάμε διακοπές;». Δεν είχα πει. Λέξη δεν είχα αρθρώσει. Η ερώτηση ήταν ρητορική. Κι αδιαπραγμάτευτη. Ειπωμένη με εκείνο το ύφος του δεδομένου που δεν σηκώνει αντίλογο. Που αφήνει τη φράση να αιωρείται στον αέρα μέχρι να σκάσει πάνω σου, τη στιγμή ακριβώς που σφίγγουν για τα καλά οι ζέστες, σαν χρέος που όλο το ανέβαλες. Μάιος γαρ, ήρθε η ώρα να (προ)πληρώσω. Το δωμάτιο, καρπός της μεταλλαγμένης σε «Και πού είπες, μαμά, θα πάμε διακοπές;» ερώτησης. Εκείνο που έπρεπε να έχει κλειστεί από χθες, γιατί αύριο δεν θα υπάρχει.

Διαβάστε ακόμη: Η μάνα είναι…

Χαμήλωσα τα μάτια. Όχι από αμηχανία. Από υπολογισμό. Έβαλα κάτω ένα μολύβι, ένα χαρτί, τον μισό μου μισθό και μπήκα με φόρα στις πλατφόρμες. Και με αέρα. Από εκείνον τον ωραίο, της άγνοιας. Που σε σπρώχνει απαλά – και πριν το καταλάβεις, έχεις χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Στα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα κόπηκαν και τα δύο. Και η φόρα, και ο αέρας. Και τα πόδια μαζί. Κοίταξα τι κακό είχα γράψει για να με βρει αυτή η συμφορά: «Ένα νησί. Ένα κατάλυμα. Με πρωινό. Κοντά σε παραλία. Τέσσερα άτομα. Δύο ενήλικες, δύο παιδιά». Ξάφνου, η οθόνη άστραψε και οι τιμές υψώθηκαν μπροστά μου σαν κύματα. Ψηλά, αγριεμένα, με κορυφές από αριθμούς που έπεφταν πάνω μου βαριά κι αλύπητα.

Διαβάστε ακόμη: Γιατί η πολλή απενοχοποίηση κάνει κακό;

Σκέφτηκα να σβήσω το «νησί». Μετά, το «με πρωινό». Ύστερα, το «κοντά στην παραλία». Στο τέλος, αν συνέχιζα, θα έμενα με το «τέσσερα άτομα», χωρίς διακοπές… Τα φίλτρα λιγόστευαν. Οι τιμές, όχι. Και τότε ήρθε η χαριστική βολή. Διαθέσιμο. 250 ευρώ τη βραδιά. Το οικονομικότερο. Και τι δωμάτιο! Μια τρύπα στη μέση του αγρού «στα τσακίδια» με φουσκωτή πισίνα, ένα ξύλινο κρεβάτι, δύο ράντζα και τρεις πλαστικές γλάστρες στο περβάζι. Reservation στην απόλυτη μιζέρια.

Συνέχισα να ανοίγω τις σελίδες με το φρύδι σηκωμένο ψηλά, σε εκείνο το μόνιμο τόξο που φωνάζει «σοβαρά τώρα;» και τα πάνω δόντια καρφωμένα στο κάτω χείλος, που είχε ήδη αρχίσει να πονάει — αλλά δεν το άφηνα, μην τυχόν και ξεφύγει καμιά κουβέντα δυνατά. Κι από το ένα σκρολάρισμα στο άλλο, ο μονόλογος ίδιος και επίμονος: «Μα δεν μπορεί… Κάποιο λάθος θα έχει γίνει.» Κι όσο το έλεγα, τόσο οι τιμές ανέβαιναν. Σαν στήλες υδραργύρου σε καύσωνα. Μέχρι που το θερμόμετρο έσπασε. Μαζί με την υπομονή και την επιμονή μου.

Ρε παιδιά, τι έγινε; Πότε έγινε; Πώς έγινε; Γιατί το αφήσαμε να γίνει; Ποιος ήλιος σας βάρεσε κατακούτελα; Μια παράγκα με τσίγκινη σκεπή και μισή απλώστρα την πουλάτε για «boho εμπειρία». Ένα στρώμα ριγμένο στο πάτωμα, δυο ξεχασμένες ψάθες και μια λάμπα γυμνή από καπέλο, μας το παρουσιάζετε για «minimal διακόσμηση». Τον ανεμιστήρα που γυρίζει με ήχο κομπρεσέρ τον βαφτίζετε «vintage προσθήκη». Και το μπάνιο στην αυλή, πίσω απ’ το γιασεμί, έγινε ξαφνικά η «επαφή με τη φύση». Κι όλα αυτά, σε τιμή ευκαιρίας: 250 ευρώ τη βραδιά. Μην το χάσετε!

Και κάπου εκεί, πάνω που έλεγα πως χάθηκε κάθε ίχνος λογικής και ανθρωπιάς, ήρθε εκείνο το μικρό, σχεδόν απίστευτο, αλλά τόσο αληθινό «κάτι» να μου θυμίσει πως δεν έχουν όλα χαθεί. Μια γυναίκα, μία ξενοδόχος, η Αντωνία Μπάτσικα, από την Παραλία Σκοτίνας, άνοιγε την καρδιά και το ξενοδοχείο της σε οικογένειες που δυσκολεύονται. «Μια μικρή πρόσκληση από καρδιάς», έγραφε στην ανάρτηση της. «Ξέρω πως οι συνθήκες δεν είναι εύκολες για αρκετές οικογένειες και δυσκολεύονται να κάνουν διακοπές – το διαβάζω, το ακούω, και δεν μου περνάει αδιάφορο. Κι επειδή τίποτα δεν με χαροποιεί περισσότερο από το να βλέπω παιδικά χαμόγελα και μπάνια στη θάλασσα, θέλω να προσπαθήσω να βοηθήσω όσο μπορώ… Είμαι ανοιχτή να μου στείλετε τις δυνατότητές σας – τι θα ήταν εφικτό για εσάς να διαθέσετε – κι εγώ από την πλευρά μου θα κάνω το καλύτερο για να βρούμε μια λύση που να σας επιτρέπει να ξεκουραστείτε, να χαρείτε, να γεμίσετε αναμνήσεις».

Σήκωσα το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη, μια φωνή ήρεμη, καθαρή. Της Αντωνίας. Μου είπε πως αυτό το έμαθε απ’ τη γιαγιά της, κι εκείνη από τη δική της. Ότι στο σπιτικό τους, η φιλοξενία δεν είναι μόνο επάγγελμα, αλλά και χρέος. «Στεναχωριέμαι», συνέχισε, «που υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν νιώσει τι θα πει καλοκαίρι. Που δεν έχουν κάψει τα πόδια τους στην άμμο, που δεν έχουν κάνει μια βουτιά γιατί οι δικοί τους δεν έχουν χρήματα. Αν μπορώ να βοηθήσω να γελάσουν έστω για λίγο αυτά τα παιδιά, εμένα μου αρκεί».

Την άκουγα να μιλάει για ώρα. Χωρίς να έχω τη δύναμη να τη διακόψω.

Πώς να διακόψεις το θαύμα, όταν όλα γύρω σου έχουν γίνει εμπόρευμα; Όταν κάπου εκεί έξω επιμένει το φως;

Δεν μίλησα. Μόνο κατάλαβα. Ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που βάζουν τη χαρά του άλλου πάνω απ’ την τσέπη τους. Ότι όσο υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, δεν πρέπει να ανησυχούμε. Κι ότι ακόμη κι όταν όλα γύρω μας δείχνουν ανήφορο, πάντα θα υπάρχει ένα μονοπάτι ίσιο. Και στο τέλος, μια παραλία. Κάποτε, θα πάω να τη γνωρίσω από κοντά την Αντωνία. Και θα πληρώσω τα διπλά. Γιατί αυτή η γυναίκα δεν πουλάει διακοπές. Χαρίζει καλοκαίρια…

Photo credit: Istock