Δεν το ’χεις; Δεν μπορείς; Δεν κάνεις; Κοίτα πώς γίνεται!

Σου είπαν «Δεν το ’χεις», το κατάπιες. Σου είπαν «Δεν μπορείς», το πίστεψες. Σου είπαν «Δεν κάνεις», το φόρεσες. Ώρα να τους δείξεις πώς γίνεται. Με το κεφάλι ψηλά και… τα γυαλιά στη θέση τους.
Ήξερα κάποτε ένα κορίτσι που αγαπούσε τα ταξίδια. Το πιο μεγάλο που είχε κάνει στα είκοσί της ήταν Περιστέρι–Μαρούσι. Με το λεωφορείο. Πάντα με το λεωφορείο. Όχι γιατί το ήθελε, αλλά γιατί τόσο άντεχαν οι τσέπες της. Καθόταν παραδίπλα μου στο γραφείο. Με τα γυαλάκια της, τα μαλλιά μαζεμένα ψηλά και ρούχα σεμνά — εκείνα τα «ουδέτερα» που δεν τραβούν βλέμματα, ένα αόρατο παλτό ευπρέπειας, να τη χωράει και να την κρύβει μαζί. Σχεδόν αόρατη στους διευθυντάδες, που κάθε τόσο ρωτούσαν με αφηρημένη απαξίωση: — «Πώς είπαμε ότι τη λένε την κοπελίτσα;» Πάντα έξω από τις κλίκες, από εκείνα τα πηγαδάκια των εκλεκτών, με τα δυνατά γέλια και τα μεταξύ τους μοιρασμένα χαρτιά της τράπουλας που της πετούσαν κατάμουτρα: — «Δεν σε παίζουμε… εσύ δεν κάνεις για εδώ…»
Διαβάστε ακόμη: Όσο υπάρχουν άνθρωποι (θα υπάρχουν καλοκαίρια)
Εκείνη επέμενε: «Μπορώ να πάω εγώ για αυτό το ρεπορτάζ; Θέλω να ταξιδέψω, δεν θα σας κοστίσει τίποτα. Τα έχω κανονίσει όλα. Μόνο αφήστε με». Η απάντηση ερχόταν πιο γρήγορα κι από το ερώτημα: «Όχι κοπελίτσα μου. Δεν το΄χεις, Δεν μπορείς. Γκούγκλαρε καλύτερα. Το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ είναι για άλλους. Εσύ εδώ, στα σίγουρα, στα μικρά. Αυτά σου αναλογούν.» Κι όσο πιο πολύ το ζητούσε, τόσο πιο άγρια της το αρνούνταν. Ώσπου μια μέρα, ήσυχα, σχεδόν σαν να τους έκανε χάρη, παραιτήθηκε. Όχι από το όνειρό της. Από τη δουλειά.
«Εγώ, θα φτάσω μακριά, θέλουν δεν θέλουν. Και στο διάολο όλα τους τα δεν μπορείς.», μου είπε πριν φύγει. Και έφυγε. Και πάλεψε. Χτυπώντας πόρτες. Κάποιες από αυτές άνοιξαν. Για ταξίδια μακρινά κι ονειρεμένα.
Διαβάστε ακόμη: Στα πενήντα… ξέρεις!
Λίγο καιρό μετά, τη χαζεύα στα social. Πρώτα στην Πράγα, όρθια στη μέση της Παλιάς Πόλης. Μετά στο Κάιρο, μπροστά από την πυραμίδα του Χέοπα, με τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ύστερα, ξαπλωμένη στην καυτή άμμο της Σαχάρας. Αργότερα, ανεβασμένη στο Κιλιμάντζαρο, ακριβώς εκεί που τελειώνουν τα σύννεφα και ξεκινά η απόλυτη σιωπή. Και πιο μετά, βουτηγμένη στην άγρια καρδιά του Αμαζονίου, να χορεύει ξυπόλυτη πάνω σε σαπιοκάραβα, γελώντας με όλο της το είναι — σαν να ξέπλενε μια για πάντα κάθε «δεν μπορείς». Με τα ίδια γυαλιά, τα μαλλιά πιασμένα ψηλά, και μια καρδιά ατίθαση, τόσο μεγάλη που πια δεν χώραγε εκεί που οι άλλοι ήθελαν να την κλείσουν.
Χρόνια μετά, όλη η Ελλάδα γνώρισε ένα άλλο κορίτσι. Με μεγάλα γυαλιά, μαλλιά πιασμένα ψηλά, αυστηρό ντύσιμο κι εκείνο το βλέμμα που κάποιοι βιάστηκαν να μεταφράσουν σε συστολή, ενώ ήταν καθαρό, αγνό πείσμα. Ένα κορίτσι που ξεκίνησε από μια γειτονιά του Ασπρόπυργου — όχι με έτοιμες βαλίτσες ως μια ακόμη ψωνάρα, αλλά με ένα εισιτήριο που πάνω του έγραφε «φωνάρα».
Και τότε άρχισαν τα μεγάλα λόγια. Όχι τα καλά. Τα άλλα. Τα γνώριμα, τα τοξικά, τα ελληνικά. — «Τι γυαλιά είναι αυτά; Το παίζει Μούσχουρη;» — «Τι μοιρολόι είναι αυτό; Δεν κάνει για Eurovision!» — «Κι αυτό το στυλ; Ας της πει κάποιος ότι δεν πάει στο κατηχητικό!» Κι από δίπλα, ξεδιάντροπα, οι φωστήρες των media και της showbiz να συμπληρώνουν: — «Θα πιάσει τον πάτο του βαρελιού.» — «Θα φάμε ξεγυρισμένο ρεζιλίκι.» — «Πού πας, μωρέ καημένη; Μείνε στη γωνιά σου». Οι καλοταϊσμένοι και βολεμένοι της TV είχαν ήδη βγάλει τη γνωμάτευση: «Δεν το ’χει. Δεν μπορεί. Δεν κάνει.»
Κι όμως. Το κορίτσι του «Δεν το ’χει. Δεν μπορεί. Δεν κάνει.» τους έκανε σκόνη, κατακτώντας με το σπαθί της — και ουχί με το βρακί της — μία από τις καλύτερες θέσεις στη Eurovision. Αυτό, όμως, ήταν μόνο το ένα σκέλος της Κλαύδειας νίκης. Και, ίσως, το λιγότερο σημαντικό. Το αληθινό της κατόρθωμα δεν μετρήθηκε σε βαθμούς και ψηφοφορίες. Αυτά είναι pour passer le temps — που λένε οι πανελίστες στο χωριό τους. Το μεγάλο, το ωραίο, το πραγματικά σπουδαίο κατόρθωμά της ήταν το σημάδι που άφησε σε χιλιάδες παιδιά. Εκείνη τη μία, παντοτινή αλήθεια: Όλα τα μπορείς. Φτάνει να το πιστέψεις. Και να σταθείς όπως ακριβώς είσαι, εκεί ακριβώς που θέλεις.
Τι είπε λοιπόν με τη στάση της η Κλαυδία;
Μην ακούς κανέναν. Μη λυγίσεις στιγμή. Μη μικρύνεις για να χωρέσεις στα μέτρα τους. Μη χαμηλώσεις τον πήχη για να περάσεις από κάτω — πέρασέ τον από πάνω. Με φόρα. Με θάρρος. Με αξιοπρέπεια.
Κλείσε τα αυτιά στους πολλούς που ψιθυρίζουν «δεν κάνεις για μεγάλα πράγματα» και κοίτα μόνο τους λίγους — εκείνους που έγραψαν τις μεγαλύτερες ιστορίες. Δείξε τους πως η ποιότητα νικά πάντα τη φτήνια. Πως το μυαλό ζυγίζει περισσότερο απ’ το μπούτι. Πως η αυθεντικότητα αντέχει και η απομίμηση ξεφτίζει. Μείνε πιστός σε αυτό που είσαι. Όχι σε αυτό που θέλουν να γίνεις.
Άκου, λοιπόν, την Κλαυδία και σήκω. Τώρα. Όπως είσαι. Με τα στραβά σου δόντια. Με το «λάθος» σου σώμα. Με τα γυαλιά σου. Με την καρδιά σου. Σήκω και παραιτήσου από ό,τι σε κρατάει πίσω. Όπως το κορίτσι που βαρέθηκε να κοιτάζει τον ορίζοντα από το παράθυρο ενός γραφείου — και στο τέλος, ταξίδεψε όλη τη γη. Σήκω και προχώρα. Όπως η Κλαυδία. Που ανέβηκε στη σκηνή φορώντας ακριβώς αυτό που της έλεγαν να κρύψει — και φώτισε ολόκληρο τον κόσμο.
Ξεκίνα. Φτύσε κατάμουτρα κάθε «δεν μπορείς», κάθε «δεν κάνεις», κάθε «δεν το ’χεις». Και να θυμάσαι καλά: στο τέλος, την πιο δυνατή λάμψη την έχουν εκείνοι που δεν τους χαρίστηκε ποτέ το φως. Εκείνοι που το άναψαν μόνοι τους. Μέσα στο σκοτάδι των άλλων.