Όσα παίρνει η… άμμος

Καλοκαίριασε. Κι εσύ τρέχεις αλαμπρατσέτα με κάθε πιθανή κι απίθανη πατέντα αδυνατίσματος, γιατί δεν αντέχεις το βάρος του «υπάρχω όπως είμαι». Βάλε NOT. Βάλε μαγιό. Και βγες στην παραλία.
Έφτασε καλοκαίρι. Το νιώθεις παντού — στον ήλιο που σκαρφαλώνει κάθε μέρα και πιο ψηλά, στις βιτρίνες με τα μαγιό που κρέμονται σαν δολώματα, στους διαδρόμους των γυμναστηρίων που βαράνε υπερωρίες, στα social που σε πυροβολούν ασταμάτητα με #bodygoals #summerready #bikinichallenge, σε κάθε insta-story που φωνάζει: «Κοίτα πώς πρέπει να είσαι!» Το βλέπεις. Στο σορτσάκι που λαγοκοιμάται στο συρτάρι, ανοίγει το ένα μάτι, σε καρφώνει και ψιθυρίζει: «Δεν τολμάς.» Στον καθρέφτη που σε κόβει από πάνω μέχρι κάτω με βλέμμα ψυχρό κι αμείλικτο — λες και ρωτάει: «Λοιπόν, τι θα κάνουμε για σένα με σένα;»
Διαβάστε ακόμη: «Πώς θα βγεις στην παραλία έτσι;»
Κι εσύ; Πετάγεσαι όρθια σαν ελατήριο, ρουφάς κοιλιά, σφίγγεις γλουτούς, μετράς πόντους, μέρες, κουράγια, υπομονές, αντοχές. Παίρνεις βαθιά ανάσα και ετοιμάζεσαι — για πού αλλού; — για μαραθώνιο στο κυνήγι του κορμιού. Γιατί πρέπει (λες) να το αλλάξεις. Να το σμιλέψεις, να το παιδέψεις, να το «ετοιμάσεις», να το δέσεις σαν κοκορέτσι, σφιχτά μη ξεφύγει ούτε πόντος. Με λίγα λόγια, να το κάνεις… καλοκαιρινό.
Διαβάστε ακόμη: Δεν το ’χεις; Δεν μπορείς; Δεν κάνεις; Κοίτα πώς γίνεται!
Ξεκινάς χαλαρά. Βαδίζοντας χεράκι-χεράκι με κάθε λογής δίαιτα. Γεμίζεις το ψυγείο με σαλάτες, γιαούρτια, αυγά κι όλα τα άπαχα. Τρως βραστά, ψητά, είσαι υπ’ ατμόν — όλα στον ατμό! Πίνεις νερό με λεμόνι, νερό με πιπέρι καγιέν, νερό με αγγούρι, νερό με τίποτα, μουρμουρίζοντας: «θα σε πνίξω άτιμη πείνα». Κόβεις μαχαίρι το λάδι, το αλάτι, το ψωμί, το τυρί, κόβεις και το κεφάλι σου, γιατί στο μυαλό σου: «στο μπούτι είναι το θέμα.» Ζυγίζεσαι πρωί-βράδυ, πριν τον καφέ, μετά το βραδινό, πριν και μετά το μπάνιο, με άδειο στομάχι, με γεμάτο στομάχι, με την πετσέτα, χωρίς την πετσέτα — «βρε μήπως μου “έφαγε” μισό κιλό;»
Ο αγώνας συνεχίζεται με φίλτρα μαγικά: χάπια, σκόνες, καφέδες που καίνε λίπος, τσάγια που υπόσχονται θαύματα, detox, fat-burn, skinny-this, skinny-that — ό,τι γράφει skinny, το πετάς στο καλάθι. Συμπληρώματα σε κουτάκια, μπουκαλάκια, σακουλάκια, σωληνάκια, φακελάκια. Το ντουλάπι σου θυμίζει φαρμακαποθήκη. Ροφήματα που μυρίζουν λίγο χημείο, πολύ «δεν ξέρω τι πίνω, αλλά κάτι θα κάνει». Ανακατεύεις σκόνες στο νερό, τα πίνεις με μύτη κλειστή, καταπίνεις κάψουλες — αλλά πάντα, στο τέλος, προσγειώνεσαι στο ίδιο σημείο: «Λιποδιάλυση.» Δεν ξέρεις πώς, δεν ξέρεις πού, δεν ξέρεις αν — «αλλά κάπου, κάπως, κάτι λιώνει.»
Μετά ανεβαίνεις επίπεδο: μπαίνεις στη φάση γυμναστική και ιδρώτας. Burpees στο σαλόνι, plank που κρατάει αιώνες, άπειρα squats challenges, κοιλιακοί μέχρι να μην ξέρεις πώς σε λένε. Στο YouTube ψάχνεις τίτλους τύπου «abs in two weeks», βάζεις το βίντεο, κάνεις pause, το ξαναβάζεις, το προχωράς πιο γρήγορα — και τελικά καταλήγεις να σέρνεσαι στα πατώματα, να πονάς σε μέρη που δεν ήξερες ότι έχεις, να μην μπορείς να κατέβεις ούτε τρία σκαλοπάτια. Οι γλουτοί παραλύουν, τα πόδια τρέμουν, οι ώμοι καίνε, το σώμα διαμαρτύρεται σε κάθε βήμα. Αλλά εσύ εκεί, αγκαζέ με τη βεβαιότητα: «Πονάει; άρα δουλεύει!»
Και φυσικά, το κερασάκι: η μάχη με την κυτταρίτιδα. Το ιερό Graal. Μασάζ με λάδια, βεντούζες, dry brushing, κρυολιπόλυση, cavitation. Κι όταν όλα αυτά δεν φτάνουν, βγάζεις τα ξύλινα εργαλεία μασάζ — ρολά, κυλινδράκια, πλάστες για φύλλο που καταλήγουν στους μηρούς σου «θα το στρώσω το ζυμάρι!». Απλώνεις λάδι, κυλάς, τρίβεις, ζουλάς, πονάς, μελανιάζεις. Αν δεν κοκκινίσεις, αν δεν κλάψεις, αν δεν αναρωτηθείς «είμαι σίγουρη ότι το θέλω αυτό;», δεν κάνεις δουλειά. Πιέζεις, ξαναπιέζεις, τρίβεις πάνω-κάτω, μέχρι που δεν ξέρεις αν το δέρμα σου καίει από την ένταση ή από την απελπισία.
Κι όσο εσύ τρέχεις, παιδεύεσαι, ζουλάς, αδυνατίζεις, πασαλείβεσαι, το καλοκαίρι προχωράει. Ο ήλιος ανεβαίνει ακόμη ψηλότερα, οι θερμοκρασίες απογειώνονται, οι μέρες μικραίνουν. Κι εσύ; Είσαι πάντα ένα «λίγο ακόμα» μακριά. Λίγο περισσότερο να χάσεις, λίγο πιο πολύ να σφίξεις, λίγο ακόμη να τσιρίξεις. Μέχρι που μια μέρα βρίσκεσαι μπροστά στη θάλασσα. Με το μαγιό (το σωστό, το μαζεμένο), με το σώμα (το καταϊδρωμένο), με το μυαλό ( το γεμάτο ενοχές).
Και ξαφνικά συνειδητοποιείς: κανείς δεν σε ζυγίζει εδώ. Κανείς δεν σε μετράει. Κανείς δεν κοιτάει τους πόντους, το μπούτι, το μπράτσο, το στήθος. Η παραλία δεν έχει μεζούρες. Έχει μόνο ήλιο, αλάτι, μυρωδιά αντηλιακού, γέλια, ανεμελιά — και μια θάλασσα που σε περιμένει.
Όχι. Δεν υπάρχει αψεγάδιαστο σώμα. Υπάρχει το δικό σου σώμα. Το μόνο που έχεις, το μόνο που θα έχεις, το μόνο που κουβαλάει τις χαρές, τις λύπες, τα ξενύχτια, τις κραιπάλες, τις απογοητεύσεις, τις ατασθαλίες, τους έρωτες, τις γέννες, τις νίκες και τις ήττες σου, τις πτώσεις και τα σηκώματά σου, τις φορές που το πρόσεξες και τις άλλες που το ξέχασες — όλα όσα έγραψαν πάνω του την ιστορία σου. Σταμάτα λοιπόν. Σταμάτα να ψάχνεις το επόμενο «πώς να χάσω πέντε πόντους σε μια βδομάδα». Σταμάτα να γκρινιάζεις μπροστά στον καθρέφτη, να μετράς ραγάδες, να καταπίνεις συμπληρώματα, να σκέφτεσαι αν φαίνεται το «ψωμάκι».
Σταμάτα να βασανίζεσαι. Αυτό είναι το σώμα σου. Ίσως όχι τέλειο, αλλά πολύτιμα δικό σου.
Και είναι ακριβώς η ιδανική εποχή για να συμφιλιωθείς μαζί του. Άρα; Εσύ, τι λες; Θα τρέξεις πάλι αυτόν τον μαραθώνιο — ή θα τον αφήσεις πίσω σου, ξυπόλυτη, με παραγγελιά εκείνο το παγωμένο κοκτέιλ που μυρίζει αλμύρα και μια μερίδα πατάτες τηγανιτές να κριτσανίζουν στο δόντι μαζί με λίγη άμμο;
Photo credit: Istock