Το πρώτο σύμπτωμα με βρήκε πέρσι την άνοιξη, πάνω στο στήσιμο των διακοπών. Στο σημείο ακριβώς που άνοιγα χάρτες στο τραπέζι και στο μυαλό μου, πελώριες βαλίτσες. Και μόνο στη σκέψη ότι θα βρισκόμασταν σε κάποιο από τα γνωστά, κοσμοπολίτικα νησιά, τα «καλά», τα κατάμεστα, ή στα άλλα, τα μεγάλα, με τα ξενοδοχεία υπερπαραγωγές, τις πισίνες και τους μπουφέδες, ένιωσα ένα βάρος στο στομάχι. Σαν να μου γύρισε το μέσα μου ανάποδα. Μια καθαρή, καθολική άρνηση. Μια εσωτερική κραυγή που έλεγε: όχι άλλο. Όχι έτσι. Δεν το θέλω αυτό. Θέλω άλλο. Θέλω αλλιώς.

Το άλλο, το αλλιώς κι αλλιώτικο, βρήκε απόκριση σε ένα όνομα: Ψέριμος. Ένα νησί μια σταλιά, πελώριος παράδεισος, στη μέση του θερινού ονείρου. Εκείνου του «τίποτα δεν έχουμε να κάνουμε εδώ» που έκλεινε μέσα του τα πάντα όλα: κολύμπι σε παραλία εξωτική, ψάρι να σπαρταράει, ίδια πρόσωπα για καλημέρα, κολιέδες πλεγμένους με κοχύλια, χταποδοκεφτέδες από τα χεράκια της κυρά Σεβαστής και μια σιωπή, όχι βαριά, όχι άβολη, αλλά από εκείνες που σου μιλούν με τρόπο που είχες ξεχάσει ότι υπάρχει. «Έτσι θέλω να ζήσω, Εδώ θέλω να ζήσω», είπα φεύγοντας, με τον τρόμο της επιστροφής ζωγραφισμένο στα μάτια. Κι όσο το έλεγα, όσο σφιχτά κι αν έδενα τα δάχτυλά μου, τόσο έβλεπα το θέλω μου να γλιστρά από τις χούφτες μου, σαν άμμος.

Λίγους μήνες αργότερα, το σύμπτωμα έγινε πλέον επίσημη διάγνωση: «Έτσι θέλω να ζήσω — αλλιώς θέλω να ζήσω». Το τραγουδούσα ψιθυριστά κάθε φορά που φτάναμε για τριήμερο στο χωριό: «Πάλι δεν πιάνει το κινητό; Τι καλά, τι χαρά!», «Δες τη λεμονιά πώς μεγάλωσε, ολόκληρη κούκλα έγινε», «Κοίτα την κοτούλα πόσο γλυκιά είναι — μαζί της θέλω να κάνω παρέα!». Το φώναζα απελπισμένα σε κάθε επιστροφή στην Αθήνα: «Τι να έχω; Τα νεύρα μου έχω. Δεν μπορώ πάλι τα ίδια, δεν αντέχω την κίνηση, τα ωράρια, το άγχος, την πίεση, την τρέλα». Και το χειρότερο — ή μάλλον το πιο αποκαλυπτικό της κατάστασης μου: ζήλευα μέχρι θανάτου όσους πήραν τη γενναία απόφαση να μαζέψουν τα μπογαλάκια τους, τα παιδάκια τους και τα σκυλάκια τους, και να ζήσουν μιαν άλλη ζωή. Ήρεμη, απλή και, πάνω απ’ όλα, ανθρώπινη.

Άρχισα τότε να αναρωτιέμαι: τι ήταν, τελικά, αυτό που μου έσφιγγε τόσο το στομάχι, μόνο και μόνο στη σκέψη της βαβούρας; Τι με τάραζε στην επιστροφή στην πόλη; Και, κυρίως, γιατί ένιωθα να ζηλεύω με τέτοια λύσσα όσους είχαν βρει τη δύναμη να φύγουν; Δεν ήταν μόνο η θάλασσα. Ούτε το βουνό. Ήταν ο ρυθμός. Ή μάλλον, η απουσία του.

Η απουσία της διαρκούς βιασύνης, της επόμενης ειδοποίησης, του «τώρα», του «χθες έπρεπε ήδη να έχει γίνει». Η απουσία από κουδούνια, ραντεβού, deadlines, ανοιχτές καρτέλες. Η απουσία των αιώνιων «πρέπει», «πρόλαβες;», «είδες;», «μην ξεχάσεις».

Κι από την άλλη, η παρουσία, αθόρυβη αλλά παντοδύναμη, του χρόνου. Όχι του ρολογιού. Του χωροχρόνου. Που απλώνεται για να σε χωρέσει. Που δεν σε κυνηγά, αλλά σε προσκαλεί. Να αργήσεις. Να σταθείς. Να ακούσεις. Τη σιωπή. Τον εαυτό σου. Τον άλλον. Και τότε κατάλαβα: δεν έφταιγα που δεν άντεχα. Έφταιγα που προσποιούμουν πως αντέχω.

Κάπως έτσι, ξεκίνησα να κάνω… slow living. Αφού δεν μπορούσα να πάω μόνιμα στο χωριό, είπα να φέρω το χωριό εδώ, ή έστω κομμάτια του. Δεν έφτιαξα κήπο με λεμονιές· έβαλα έναν βασιλικό στο μπαλκόνι κι όταν τον ποτίζω, λέω μέσα μου: «Μην ξεχαστείς. Είναι στο χέρι μας να μην μαραθούμε.». Δεν άλλαξα δουλειά· άλλαξα διαδρομή. Πήρα την παραλιακή για να βλέπω θάλασσα. Κι ας έχει μποτιλιάρισμα, όσο πιο πολύ, τόση περισσότερη θάλασσα. Και μουσική. Και κινητό σε λειτουργία πτήσης, «γιατί οδηγώ». Άφησα απογεύματα κενά, όχι για να κάνω κάτι, αλλά για να μην κάνω απολύτως τίποτα. Άρχισα να λέω «καλημέρα» στη γειτονιά, όχι από ευγένεια, από ανάγκη. Και αυτή η καλημέρα επιστρέφει, άλλοτε με βλέμμα, άλλοτε με λόγια. Περπατάω στους ίδιους δρόμους, αλλά τώρα κοιτάζω. Τα παρτέρια που κάποιος ποτίζει. Τον τύπο με το σκυλί που κάνει κάθε μέρα τον ίδιο γύρο. Τη γιαγιά στο παράθυρο που μου χαμογελά. Και καταλαβαίνω πως δεν έλειπαν οι εικόνες. Έλειπα εγώ, και τα προφανή γινόντουσαν αόρατα. Τρώω πιο αργά. Παρακολουθώ τους ανθρώπους στο τραπέζι, όχι το κινητό. Λέω «όχι» χωρίς να απολογούμαι. Και «ναι» μόνο όταν το εννοώ.

Όχι. Δεν γύρισε ο κόσμος τούμπα, αλλά δεν με ρουφάει πλέον το ίδιο. Ίσως τελικά να μη χρειάζεται να φύγεις για να αντέξεις, αρκεί να μείνεις και να διαγράφεις όσα σου κόβουν την ανάσα και τα φτερά. Ξέρω πως δεν μπορώ να πάω μόνιμα στην Ψέριμο ή στο χωριό. Ακόμα. Η σύνταξη αργεί, οι υποχρεώσεις δεν τελειώνουν. Μπορώ όμως να μείνω αλλιώς. Μέχρι τη σύνταξη. Ή μέχρι να μη με νοιάζει πια…

Photo credit: @slow_living_hotels/IG