Με κοίταξε χωρίς να με αναγνωρίσει. Η κυρία Χριστίνα. Κομψή, πάντα περιποιημένη, από εκείνες τις γυναίκες που, όταν περπατούσαν στη γειτονιά… τρίζαν τα πεζοδρόμια. Από παρουσία, από ουσία κι από λόγια με βάθος. «Τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή, ή τα κάνεις μόνη σου ή δεν γίνονται ποτέ», μου ’λεγε, κάθε φορά που με έβλεπε να διστάζω. Και τώρα; Τίποτα. Ένα βλέμμα άδειο. Ένα χαμόγελο σβηστό. «Άνοια. Δεν υπάρχει γυρισμός», μου είπε η κόρη της. Και λίγο πιο μετά, σχεδόν σαν να απολογούνταν: «Λένε πως μέχρι το 2050, θα έχει ξεπεράσει σε αριθμούς ακόμη και την κακιά αρρώστια…».

Δεν ήθελα να το πιστέψω. Το έψαξα. Κι έλεγε αλήθεια. Σε λίγα χρόνια από σήμερα, η άνοια θα είναι πιο κοινή κι από το κοινό κρυολόγημα. Θα ροκανίζει λέξεις, θα σβήνει πρόσωπα, θα θολώνει τα χρώματα των ημερών που πέρασαν. Ένας αργός αποχωρισμός.

Από ό,τι είδες, ένιωσες, αγάπησες. Από εσένα τον ίδιο. Ένας αθόρυβος εισβολέας, καθισμένος στον νου, σαν σύννεφο. Σαν ομίχλη. Όχι.

Δεν πονάει με τον τρόπο που πονάει μια πληγή, αλλά με τον τρόπο που πονάει η απώλεια όσων κάποτε ήξερες ότι ήσουν.

Κι όσο θυμάμαι το πρόσωπο της κυρίας Χριστίνας, όσο διαβάζω έρευνες και αναλύσεις, δεν μπορώ να μη σκεφτώ: Αν ο καιρός με πάρει μακριά απ’ όσα ήξερα και ήμουν… τι θα ήθελα να θυμάμαι;

Θα ήθελα να θυμάμαι τα γιορτινά τραπέζια των Χριστουγέννων. Το παγωτό με το ζαχαρούχο γάλα. Τη λευκή τούρτα με τις φράουλες. Την ιεροτελεστία του αρνιού κάθε Πάσχα. Τα κόκκινα καλά μου λουστρίνια. Το χάδι της μάνας μου. Τις πλάκες του θείου μου. Τους ατέλειωτους καβγάδες των μεγάλων για την πολιτική, γύρω από ένα τραπέζι. Τα «είσαι άσχετος», τα μουτρώματα, τα αγκαλιάσματα. Το ανίκητο «Πάνω απ’ όλα είμαστε οικογένεια».

Θα ήθελα να θυμάμαι τα λόγια της θείας μου, πριν εκείνη φύγει από τη ζωή κι εγώ από την Ελλάδα «Μην κλαις σαν παιδί. Σήκω φύγε έξω να σπουδάσεις και μην κοιτάξεις πίσω σου. Όλα μπορείς να τα καταφέρεις». Το χιόνι που έπνιγε το σπίτι μου στη Γαλλία. Τα μπουκάλια με το κόκκινο κρασί που ποτέ δεν έφταναν. Την Ειρηλένα μου, που με έμαθε τι σημαίνει η λέξη «φιλία». Τα μπουζούκια στα προάστεια των Βρυξελλών με τα σπασμένα πιάτα και τα γαρύφαλλα μέχρι τη μέση μας. Τη γεύση του τραχανά όταν ξεμέναμε από συνάλλαγμα. Το χαμόγελο του πρώτου ατόφιου έρωτα, το παγωμένο σιντριβάνι της πλατείας που βουτούσαμε ως βέροι ελληναράδες, τα γέλια μας τα δυνατά, το ανελέητο διάβασμα λίγο πριν τις εξετάσεις _ πάλι ως βέροι ελληναράδες. Το αδιαπραγμάτευτο «Πάνω από όλα είμαστε φίλοι».

Θα ήθελα να θυμάμαι το μαρτύριο του πρώτου μου γάμου. Για να μη ξεχάσω ποτέ πόσο κακός μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος. Και πόση καλοσύνη μπορεί να χωράνε άλλοι, που τίποτα δεν σου χρωστούν. Θα ήθελα να θυμάμαι το άγιο πρόσωπο του Πατέρα Ανανία — ενός σύγχρονου αγίου, που έμενε σε μια τρύπα στα Εξάρχεια και που κάποτε μου είπε: «Εσύ, μόνο να γράφεις». Κι έφερε τούμπα όλη μου τη ζωή. Το παντοτινό του φως που νίκησε το πρόσκαιρο σκοτάδι μου.

Θα ήθελα να θυμάμαι τη στιγμή που γεννήθηκαν τα παιδιά μου — κι εκείνα, τα μοναδικά ίσως δάκρυα χαράς της ζωής μου, που κυλούσαν αβίαστα στο πρόσωπό μου. Τη μυρωδιά τους. Τα πρώτα τους βήματα. Τις πρώτες τους λέξεις. Τις ζωγραφιές της κόρης μου. Και την ευαισθησία της. Τα ματς του γιου μου. Και τη ντομπροσύνη του. Την καλοσύνη του άντρα μου, το δικό μου, αθόρυβο «τυχερό στεφάνι». Και το ανυπέρβλητο «μαμά». Το πιο μεγάλο δώρο που μου δόθηκε ποτέ.

Θα ήθελα να θυμάμαι εκείνους που πίστεψαν σε μένα. Που με ένα «είσαι έτοιμη να ανοίξεις τα φτερά σου;» μου έδωσαν τη δύναμη να κατακτήσω όσα φάνταζαν αδύνατα. Αλλά και τους άλλους. Ιδίως τους άλλους. Εκείνους που τα πόδια τους στάθηκαν πολύ κοντά για τρικλοποδιές και το μυαλό τους πολύ φτηνό για μεγαλεία. Την ανυπόκριτη γενναιοδωρία που πάντα κερδίζει τα κόμπλεξ και τις μικρότητες.

Θα ήθελα να θυμάμαι το σπιτάκι μέσα στη θάλασσα, στη Χερρόνησο της Σίφνου, και τα παλάτια του Βοσπόρου. Το ηλιοβασίλεμα από το Κάστρο και τις ατέλειωτες βόλτες μου στο Καπαλί Τσαρσί. Την απλότητα και το μεγαλείο. Τη σιωπή και το βουητό. Την υπόγεια γοητεία των αντιθέσεων που από παιδί αγαπούσα.

Θα ήθελα να θυμάμαι ότι είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε. Ότι η μεγαλύτερη κατάρα είναι η στασιμότητα και η σημαντικότερη ευχή «να’ χεις υγεία». Ότι μπορεί να χάσεις τα πάντα και να μείνεις όρθιος και πως μπορεί να έχεις τα πάντα και να καταρρεύσεις. Την απόλυτη βεβαιότητα ότι η ευτυχία δεν μετριέται με χρήμα αλλά με ένα απλό «είμαι καλά».

Θα ήθελα να θυμάμαι ότι σιχαίνομαι τα λαδερά φασολάκια και λατρεύω το χοιρινό με σέλινο. Ότι ποτέ δεν τρώω γλυκά γιατί κάποτε ήμουν γεματούλα και πως δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς μία ντουζίνα φιστίκια Αιγίνης, κι ας γίνω ξανά παχουλή. Την ακλόνητη πεποίθηση ότι στη ζωή αξίζει να απολαμβάνουμε με κάθε κόστος αυτά που τραβάει η ψυχή μας.

Αν έρθει η ώρα που όλα αυτά θα αρχίσουν να ξεθωριάζουν, ελπίζω να υπάρχει κάποιος που θα τα θυμάται για μένα. Να μου τα λέει ξανά και ξανά, σαν παραμύθι. Γιατί ακόμα και τότε, θα είμαι όλα όσα δεν θα έχουν ξεχαστεί…

Photo by averie woodard on Unsplash