Διακοπές με παρέα; Ξανασκέψου το!

Διακοπές. Τι ωραία λέξη! Παρέα. Ωραία κι αυτή! Μαζί. Κι αυτή υπέροχη. Κι όμως. Αν τις κολλήσεις στην ίδια πρόταση, κάτι συμβαίνει.
Πάμε κάθε χρόνο. Όλοι μαζί. Διακοπές. Πολύ ωραία περνάμε. Τόσο, που στο τέλος λέμε πως δεν θα το ξανακάνουμε, μη και συνηθίσουμε τόση ευτυχία. Μα όταν φτάσει το επόμενο καλοκαίρι, ξεχνάμε την υπόσχεση που είχαμε δώσει στα τέλη του προηγούμενου. Και τότε;
Διαβάστε ακόμη: Καλοκαιρινές διακοπές, όχι για πάντα
Τότε… ο εφιάλτης ξεκινά από την αρχή. Αυτός – ο εφιάλτης ντε – παίρνει σάρκα και οστά γύρω στο Πάσχα, εκεί που, πίσω από την κάπνα του αρνιού, αχνοφαίνεται το καλοκαιράκι.
Κι όπως όλα τα καλά θρίλερ, ξεκινά με φως. Με αθωότητα. Και με γλυκιά αυταπάτη.
Στο βάθος του μυαλού σου παίζει μουσική, παγωμένη μπύρα, ηλιοκαμένοι ώμοι, χωριάτικη και τηγανιτή πατάτα γύρω από ένα τραπέζι, όλοι μαζί. Ο ήλιος πέφτει αργά. Τα παιδιά κολυμπούν. Εσύ περπατάς ξυπόλητη. Η παρέα γελάει. Τα προβλήματα είναι μακριά. Καμία σκιά στον ορίζοντα. Καμία ένδειξη για το τι έρχεται. «Εμείς μέσα!» «Κι εμείς!» «Αχ, τι ωραία που θα περάσουμε!» «Ναι! Και τα παιδιά, που θα έχουν παρέα το ένα το άλλο»…
Διαβάστε ακόμη: Εφαρμογές για διακοπές: Μην πάτε πουθενά χωρίς αυτά τα app στο κινητό σας!
Η πρώτη καταιγίδα δεν αργεί να ξεσπάσει. Εσύ όμως την περνάς για ψιλόβροχο, γυρνώντας πλάτη στις λεπτομέρειες που κυοφορούν ήδη τις μεγάλες διαφορές. «Εγώ μπορώ μόνο τις πρώτες δύο βδομάδες του Αυγούστου.» «Εγώ μόνο μετά τον Δεκαπενταύγουστο, γιατί τότε ξεμπερδεύουμε με τη δουλειά.» «Εγώ δεν έχω πρόβλημα — αλλά να έχει άμμο το νησί, γιατί δεν αντέχω τις πέτρες.» «Ναι, αλλά στις πέτρες πάει το καλό το ψάρι.» «Παιδιά, κρέας καλό να έχει το νησί. Δεν τρώω θαλασσινά.» «Και μουσεία…» «Άσε τα μουσεία. Κλαμπάκια ωραία θέλω.» Κάπου εκεί, λες να το αφήσεις το έργο. Να μπεις σ’ άλλο κανάλι διακοπών. Αλλά δεν το αφήνεις. Γιατί η παρέα είναι παρέα. Και λες «φέτος, θα γίνει ένα θαύμα».
Το σπίτι κλείνεται. Μαζί με τα εισιτήρια πλοίου, αεροπλάνου — «μα δεν γινόταν να πάμε κάπου με το αυτοκίνητο; Αφού ξέρετε πως με ζαλίζει η θάλασσα, με τρομάζει ο αέρας…». Φτάνετε. «Μα καλά, πού το βρήκατε αυτό το σπίτι; Είναι πολύ μακριά από τη χώρα.» «Τρία μπάνια έχει μόνο; Δέκα άτομα είμαστε. Κι ο Κώστας δεν μένει κάτω από τέταρτο μέσα.» «Τσέκαρε αν παίζει η τηλεόραση! Εγώ δεν μπορώ χωρίς ειδήσεις.» «Σταματήστε τη μίρλα! Πού θα πάμε για μπάνιο;» Αφού γίνουν πέντε μικρά συμβούλια με εκτενή ανάλυση του κάθε πιθανώς προσβάσιμου όρμου, κι αφού ακουστούν πέντε διαφορετικά «εγώ δεν έχω πρόβλημα, ό,τι θέλετε παιδιά», που μεταφράζονται σε τέσσερις διαφωνίες και μία σιωπηλή, βαθιά παραιτημένη προς το πάτωμα ματιά, φτάνετε τελικά στην παραλία. Για μια στιγμή, νομίζεις πως τελείωσε. Μα όχι. Τώρα αρχίζει. «Βρε παιδιά, πολύ ήλιο έχει εδώ και η θάλασσα είναι πάγος.» «Η θάλασσα σε πείραξε; Δες τις ξαπλώστρες που είναι “φωτιά”. Πενήντα ευρώ το σετ, οι κλέφτες. Του χρόνου, Μάκη, να πάμε στο εξωτερικό.» «Κι έχει και πολύ κόσμο. Μην ξαναπάμε όλοι μαζί Αύγουστο διακοπές.» Κουνάς το κεφάλι καταφατικά σε όλη την πρόταση — είναι δεν είναι μέσα ο Αύγουστος — βγάζεις από την τσάντα σου το βιβλιαράκι σου και ξαπλώνεις. «Μα καλά, για να διαβάσεις ήρθες; Πες κανένα νέο.»
Αναστενάζεις. Κοιτάς στο άπειρο. Κι εκεί που νομίζεις πως θα προλάβεις μια βουτιά — μια μικρή, για το ξεμούδιασμα — πετάγεται όρθια η Κάτια, με βλέμμα θολωμένο απ’ την αγωνία και με φωνή μισό τόνο πιο πάνω απ’ το 112, σκάει το βλήμα: «Τι θα φάνε τα παιδιά;» Αχ, ναι! Τι θα φάνε τα παιδάκια τα καημένα… Τα δύστυχα αυτά πλάσματα, που μόλις έχουν χλαπακιάσει δύο τυρόπιτες, τρία παγωτά, τέσσερις χυμούς και πέντε σακούλες πατατάκια — έτσι, για να περάσει η ώρα μέχρι να βρεθεί η ξαπλώστρα με τη «σωστή κλίση». Δεν πεινάνε, χρυσή μου. Δεν νιώθουν. Δεν τα νοιάζει. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Γιατί όταν η Ελληνίδα μάνα λέει «Τι θα φάνε τα παιδιά;», δεν κάνει ερώτηση. Αναγγελία επισιτιστικής κρίσης κάνει. Ξανά και ξανά. Σε λούπα. Μέχρι να σιχαθείς και το φαΐ, και το παιδί, και την απόφαση των διακοπών «μαζί».
Παύση. Γλυκό γλάρωμα στην πετσέτα, το σώμα αρχίζει να κολλάει στην άμμο, το βλέφαρο βαραίνει, και για ένα λεπτό νιώθεις κάτι που μοιάζει με ευτυχία. Και τότε, ακριβώς τη στιγμή του ονείρου, ακούγεται μια φωνή. Του Χρήστου. «Σηκωθείτε! Έχω τέλεια ιδέα. Σε δυόμισι χιλιόμετρα από εδώ υπάρχει ένα βυζαντινό εκκλησάκι, κι αν ξεκινήσουμε τώρα, θα προλάβουμε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του νησιού. Είναι κρίμα να μην το δούμε.» Κάποιος μουρμουρίζει κάτι που μοιάζει με κατάρα. Κάποιος λέει «εγώ δεν κουνιέμαι». Άλλος κάνει τον πεθαμένο. Κανείς δεν μένει. Γιατί ο Χρήστος ήδη ξεσηκώνει τα παιδιά, βάζει πέδιλο-με-κάλτσα και δηλώνει: «Δεν θα κουραστείτε. Μια ανάσα είναι!»
Επιστρέφουμε με την ανάσα κομμένη. Η «Πού θα βγούμε το βράδυ;» τσακώνεται με τον «Δεν πάω πουθενά, αν ξενυχτήσουμε θα χάσουμε αύριο όλη τη μέρα και πρέπει να πάμε σε τρία μουσεία», κάποια στραβομουτσουνιάζει, κάποιος πεινάει (αληθινά), «βγες, παιδί μου, από το μπάνιο, μισή ώρα είσαι μέσα», «φτιάχνω το μαλλί μου ρε μαμά», ένας κορνάρει, άλλος φωνάζει «ερχόμαστε» ενώ είναι ακόμη με το σώβρακο, «έλα ρε Στέλλα, που είσαι κουρασμένη. Μη χαλάς την παρέα…»
Τελικά πάτε. Όλοι. Κανείς δεν ξέρει πώς συνέβη αυτό. Κάθεστε στην ταβέρνα, ο κατάλογος έρχεται. Και μαζί του, ένα νέο κεφάλαιο πόνου: «Να πάρουμε κάτι στη μέση;» «Εγώ δεν τρώω τηγανητά.» «Τζατζίκι χωρίς σκόρδο έχετε;» «Να πάρουμε πατάτες;» «Ε, ναι μωρέ, αλλά να μην είναι προκάτ.» «Το δικό μου παιδί θέλει μακαρόνια. Έχετε;» «Όχι με κιμά. Σκέτα.» «Σκέτα-σκέτα;» «Ναι, με λίγο τυράκι.» «Το δικό μου δεν τρώει τυράκι.» «Αχ, παιδιά… τι ωραία που περνάμε!»
Και κάπου εκεί, στην κορύφωση της παράνοιας, ανάμεσα στη δική σου αίσθηση ότι — παρότι έφτασες σήμερα — νιώθεις να είσαι εδώ δύο μήνες, και στον πόνο της Ρίτας που δεν πρόλαβε να παραγγείλει γαρίδες, παίρνεις μια απόφαση: Του χρόνου, θα πας διακοπές ΧΩΡΙΣ παρέα. Θα ξυπνάς όταν θες, θα κοιμάσαι όποτε θες, θα ψήνεσαι στον ήλιο όσο θες, θα τρως ψωμί με λάδι και ρίγανη, χωρίς να σου λένε «μα καλά, μόνο αυτό;». Δεν θα πατήσεις σε μουσεία, δεν θα γκρεμοτσακιστείς σε ρεματιές για να θαυμάσεις την Παναγία την Πλατανιώτισσα, και θα κοιτάς αμίλητη το υπερπέραν — όση ώρα γουστάρεις.
Αλλά θα σου λείψουν. Θα σου λείψει η φασαρία, το χάος, η Στέλλα που φωνάζει, ο Πέτρος που ροχαλίζει, τα παιδιά που γελάνε όλα μαζί στην άμμο, τα νεύρα, οι αγκαλιές, τα «μωρέ, να μείνουμε μια μέρα ακόμη;».
Και ξέρεις τι; Του χρόνου θα το ξανακάνεις. Γιατί, στο κάτω κάτω, η τρέλα αυτή είναι που λέγεται διακοπές. Και η παρέα, που όσο κι αν σε φτάνει στα όριά σου, κάπως σε ολοκληρώνει. Όπως η άμμος στο μαγιό. Δεν την αντέχεις αλλά χωρίς αυτή, κάτι λείπει.