Πριν λίγα χρόνια θυμάμαι, η Εθνική Πινακοθήκη φιλοξενούσε περιοδική έκθεση με θέμα τα πορτρέτα στις συλλογές του Λούβρου. Η έξοδος με τις φίλες κανονίστηκε γρήγορα. Λίγη ώρα μετά τη συνάντησή μας περάσαμε τις γυάλινες πόρτες του κτιρίου και κατευθυνθήκαμε στην αίθουσα.

Δείτε ακόμη: Το hashtag που άλλαξε (;) τον κόσμο 

Αριστερά μας η προθήκη με μία σειρά από φαγιούμ (νεκρικά προσωπεία από την Αίγυπτο). Και μετά ορθώθηκε μπροστά μας ένα από το highlights της συλλογής: ο θάνατος του Μαρά, ο εμβληματικός πίνακας του Jacques-Louis David. Και ξαφνικά ένα πτώμα κείτοταν στη μπανιέρα του μπροστά στα μάτια μας. Σαν η δολοφονία να είχε γίνει μόλις πριν λίγα λεπτά, κι ας είχαν περάσει πάνω από 2 αιώνες. Σαν να ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαν στον τόπο του εγκλήματος. Παρά το μακάβριο θέμα, τα σκούρα χρώματα και το αιματοβαμμένο ιστορικό context του, μου προκαλούσε γαλήνη και ηρεμία. Σαν όλα να είχαν σωπάσει γύρω, όπως και στο μπάνιο που απεικονιζόταν.

Συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας σε άλλα έργα της συλλογής και μετά σε άλλους αιώνες και ρεύματα, στη μόνιμη πια έκθεση. Όμως κανένα άλλο έργο δε μπόρεσε να με αγγίξει περισσότερο.

Εκείνο το μήνα, αποφάσισα να ξαναεπισκεφτώ την έκθεση. Μόνη μου αυτή τη φορά, με ένα μουντό καιρό, με μία ακόμη πιο μουντή διάθεση. Αλλά είχα έναν σκοπό. Να δω πάλι εκείνον. Αποκλειστικά εκείνον. Εκείνη τη μέρα θυμάμαι έμεινα μπροστά από τον Μαρά για αρκετή ώρα. Κάθε ματιά αποκάλυπτε καινούριες λεπτομέρειες. Εξέτασα τα χρώματα, τις διαβαθμίσεις, προσπάθησα να καταλάβω τον πόνο του θύματος, αλλά και την οργή της θύτριας. Αλλά προσπάθησα να καταλάβω και λίγο περισσότερο εμένα. Γιατί μία εικόνα του θανάτου μου προκαλούσε ηρεμία;

Κι όταν ένιωσα ότι είχα πάρει «τη δόση μου» και τις απαντήσεις μου, έφυγα. Πιο ανάλαφρη. Περπατώντας όμως προς την έξοδο της αίθουσας, πιο διαυγής από ποτέ, παρατήρησα τους επισκέπτες: τουρίστες και Αθηναίοι, οικογένειες και ζευγαράκια, κινούνταν όλοι σε fast forward, για να προλάβουν να δουν όσο περισσότερα μπορούσαν, άλλες φορές σπρώχνοντας και άλλες φορές προσπερνώντας τους άλλους.

Όταν κοιτάζουμε χωρίς να βλέπουμε

Το ερώτημα αναπόφευκτο:

Γιατί μάθαμε να αντιμετωπίζουμε έτσι την τέχνη, τις γκαλερί, τα μουσεία; Σαν να σκρολάρουμε στο Instagram ή στο TikTok. Σαν να «χαζεύουμε» βιτρίνες. Να κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε.

Μία αγωνιώδης προσπάθεια να δούμε το επόμενο έκθεμα και μετά το επόμενο και το επόμενο, για να συνεχίσουμε με μία άλλη δραστηριότητα την οποία θα διεκπεραιώσουμε το ίδιο γρήγορα.

Όλα όλα βιαστικά, σχεδόν ασθματικά. Γιατί πρέπει να προλάβουμε. Τι άραγε; Κανείς δεν ξέρει. Μία γρήγορη περιήγηση σε όλα – και στη ζωή μας τελικά. Περισσότερη σημασία έχει να υπάρχει η εμπειρία στο checklist μας παρά να τη ζήσουμε.

Και στο τέλος τι μένει; Αν σε ρωτήσει κανείς, τι σου άφησε δηλαδή η οποιαδήποτε πολιτιστική εμπειρία, σίγουρα δεν ξέρεις να απαντήσεις. Θα ψελλίσεις μόνο κάποια φωνήεντα, όπως τότε που σε σήκωνε ο καθηγητής να πεις μάθημα αλλά δεν είχες διαβάσει. Θα πεις δυο τρία γενικόλογα κλισέ, θα δώσεις μία γενική αίσθηση. Γιατί με αυτούς τους ρυθμούς, μόνο αυτό μπορείς να κερδίσεις. Αίσθηση, όχι αίσθημα.

Δείτε ακόμη: Me, my cell and I: Υπήρχε ζωή πριν το κινητό; 

Η κουλτούρα του fast forward

Kαι φυσικά το φαινόμενο αυτό εμπίπτει στη γενικότερη κουλτούρα της ταχύτητας, του fast food, της fast fashion…

Πάρτε για παράδειγμα τις διακοπές. Όταν επισκεπτόμαστε έναν προορισμό, καταστρώνουμε σχέδια επί μέρες ολόκληρες, προγραμματίζουμε μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ώστε να «στριμώξουμε»  όλα τα αξιοθέατα, όλες τις παραλίες, όλα τα τοπικά εδέσματα.

Αντίστοιχη νοοτροπία και στις ερωτικές μας σχέσεις. Πριν από λίγα χρόνια ήκμαζε το speed dating. Γρήγορες εναλλαγές συνομιλητών. Πέντε λεπτά για να βγάλεις συμπέρασμα αν ο άλλος «σου έκανε». Στη σύγχρονη εκδοχή του, αρκεί μία ματιά και μία συνοδευτική λεζάντα για να κάνουμε “swipe left” ή “swipe right” σε ένα προφίλ στο Tinder. Φλερτάρουμε τον έναν/τη μία και μετά τον επόμενο/την επόμενη ή και με πολλούς/ πολλές ταυτόχρονα, για να μη χάνουμε χρόνο.

Το είδαμε αυτό/ το φορέσαμε/ το φάγαμε. Επόμενο (ς)!! Χωρίς να εντρυφήσουμε, χωρίς να εμπλακούμε συναισθηματικά, χωρίς να γνωρίσουμε την ιστορία από πίσω. Πίσω από αντικείμενα, τόπους, ανθρώπους. Και χωρίς να γνωρίσουμε τον εαυτό μας τελικά.

Ποιος αποφεύγει τον καθρέφτη;

Τα έργα τέχνης όμως είναι εδώ για να μας θυμίζουν να σταματάμε, να είμαστε παρόντες. Δεν υπακούν στο χρόνο – αντιθέτως, τον παραμορφώνουν, τον διαστέλλουν. Η τέχνη έχει τους δικούς της ρυθμούς. Δεν είναι short στο YouTube. Πρέπει να την ακούσεις, να την παρατηρήσεις. Το φως, τις λεπτομέρειες, τις πτυχώσεις. Να της δώσεις χρόνο. Σαν μία απαιτητική ερωμένη.

Η τέχνη είναι ψυχοθεραπεία. Πόσο αποτελεσματική θα ήταν μία συνεδρία στον ψυχολόγο αν μετά από 2 λεπτά σου έλεγε «τελειώσαμε για σήμερα»; Γιατί τότε κάνουμε κάτι αντίστοιχο με την τέχνη;

Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, να επισκεφτούμε μια γκαλερί όχι για να δούμε όλη τη συλλογή, αλλά για να αφιερώσουμε όσο χρόνο έχουμε στη διάθεσή μας, σε ένα συγκεκριμένο έργο. Έναν πίνακα, ένα γλυπτό, ένα βίντεο, μία performance. Όχι για να το δούμε, αλλά για να το γνωρίσουμε. Όχι για να μάθουμε κάτι, αλλά για να νιώσουμε κάτι.

Γιατί τελικά η τέχνη είναι καθρέφτης. Και για να δεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, πρέπει να στέκεσαι. Όχι να τρέχεις.

Photo credit: Pexels