Η εκδίκηση της εφηβείας

Τα παιδιά δεν είναι δεύτερη ευκαιρία. Δεν είναι ρεβάνς των δικών μας ανεκπλήρωτων, ούτε κομπάρσοι των ρόλων που χάσαμε. Είναι ολόδικοί τους άνθρωποι. Κι αν δεν το καταλάβουμε εγκαίρως, θα τους χρεώσουμε τις ζωές που δεν έζησαν — και τις δικές μας μαζί.
Απόγευμα στο πατρικό. Με τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, τον καταπράσινο κήπο, τη μυρωδιά λεβάντας και τα ατέλειωτα φωτογραφικά ενσταντανέ να με κοιτούν χαμογελαστά μέσα από κορνίζες «γυαλισμένες» με άπλετη υπομονή. Δικής μου και της μαμάς. Χαμόγελα στημένα, περίτεχνα «αποτυπωμένα» σε πόζες προσποιητής ευτυχίας. Εγώ, στα οκτώ μου. Με ροζουλί κορμάκι, παγιεταρισμένες πουέντ και κατάλευκο φιόγκο στη σινιόν κουάφ μου, έτοιμη να βγω στη σκηνή του θεάτρου «Αλίκη» μαζί μ’ ένα τσούρμο οκτάχρονες μπαλαρίνες για τις επιδείξεις της διάσημης σχολής μου. Δεν έχω μνήμες. Έχω συναισθήματα. Καταπίεσης, οργής, λύπης, ανημποριάς. Δεν θέλω να είμαι μπαλαρίνα, θέλει όμως η μαμά και θα χορέψω! Βγαίνω στη σκηνή. Η «Λίμνη των Κύκνων» ξεκινά κι εγώ, εκείνη κιόλας τη στιγμή, αποφασίζω να υποδυθώ το «ασχημόπαπο». Αντί να πετάξω ανάλαφρα στον αέρα, στρογγυλοκάθομαι στη σκηνή με τα χέρια σταυρωμένα, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας τα παχουλά μου μάγουλα μπροστά στους δεκάδες θεατές που με κοιτούν με χαμόγελο αμηχανίας στα χείλη. Η πρώτη μου επανάσταση στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Η madame της σχολής με πετάει έξω για το ρεζιλίκι που της προκάλεσα, η μαμά στοιβάζει με πόνο καρδιάς κορμάκια και πουέντ, κι εγώ απαλλάσσομαι από το πρώτο μου μεγάλο βάσανο: το μπαλέτο.
Το δεύτερο «φιγουράρει» στη διπλανή ακριβώς κορνίζα. Είναι μαύρο, με μεγάλη ουρά, καλογυαλισμένα πλήκτρα και μία δασκάλα που ωρύεται για το φτωχό μου «αυτί», τα μακριά μου νύχια και την απέχθειά μου στον λατρεμένο της Μπαχ: «Μαμά, δεν θέλω να μάθω πιάνο. Δεν μου αρέσει.» «Θα μάθεις! Άλλα παιδιά παρακαλάνε να έχουν ένα πιάνο! Θα μάθεις – κι αν δεν το θέλεις, πούλησέ το όταν γίνεις 18!» Το πουλάω. Ακριβώς την ημέρα που κλείνω τα 18 μου χρόνια, βάζω αγγελία στην εφημερίδα και το πουλάω για μια φούχτα χιλιάρικα. Η μαμά επιστρέφει σπίτι, βάζει φωνές και κλάματα, αλλά είναι ήδη αργά. Η δεύτερη επανάσταση έχει ήδη συντελεστεί.
Υπήρξαν κι άλλες επαναστάσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, άλλοτε μικρής κι άλλοτε μεγαλύτερης έντασης. Άλλοτε με λάβαρα κι άλλοτε μουλωχτές. Άλλοτε ακίνδυνες κι άλλοτε τόσο παράτολμες, που θα μπορούσαν να μου έχουν κοστίσει την ίδια μου τη ζωή. Εγώ, στα 16 μου, να πηδάω από ταράτσες και μπαλκόνια για να βρεθώ στο «απαγορευμένο πάρτι», επειδή – κατά τα λεγόμενα του μπαμπά – «δεν ξέρω τι οικογένειες έχουν μεγαλώσει τα παιδιά που θα πάνε σ’ αυτό το σπίτι». Εγώ, στα 15 μου, να ντεκαπάρω το μαλλί και δύο ώρες αργότερα να το περνάω με μαύρο κορακί, επειδή – κατά τα λεγόμενα της μαμάς – «είσαι πολύ μικρή για τέτοια». Εγώ, στα 17 μου, να ακροβατώ σε μηχανές που σκίζουν στα δύο την παραλιακή, επειδή – κατά τα λεγόμενα των γονιών μου – «μόνο οι αλήτες καβαλάνε μηχανές». Εγώ, να μην διαβάζω, εγώ να μην συγκεντρώνομαι, εγώ να μην συνεννοούμαι, εγώ να μην συνυπάρχω, εγώ να μην υπάρχω. Εγώ, το δυνατό, το ήσυχο, το υπάκουο, το άψογο παιδί, είχα μετατραπεί σε μία χίμαιρα αντιδράσεων απέναντι στους πάντες και στα πάντα.
Η πίεση της τελειότητας που είχα υποστεί στα πρώτα χρόνια της ζωής μου επέβαλε αποσυμπίεση και φρέσκο αέρα απέναντι σε όλα όσα δεν ήταν οικογενειακώς αρεστά ή κοινωνικώς επιτρεπτά. Και τα έκανα. Πληρώνοντας – τόσο εγώ όσο και οι δικοί μου – το κόστος μιας εκρηκτικής εφηβείας που γεννά σχεδόν πάντα η παράφορη πίεση, που θέλει τα παιδιά τεφροδόχους των καμένων γονεϊκών ονείρων και των ακραίων απαγορεύσεων.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια πρώτη εφηβεία που τελείται περίπου στο πέμπτο έτος του παιδιού. Λένε ακόμη ότι, αν την περίοδο εκείνη δεν σταθούμε δίπλα στο παιδί μας για να το ακούσουμε, να το εμπιστευτούμε και να το συναισθανθούμε, αν σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής του ξεκινήσουμε να το φορτώνουμε με τα δικά μας «θέλω», τις δικές μας προσδοκίες και τα δικά μας όνειρα, το παιδί μας θα περάσει μία δύσκολη, ενδεχομένως και άγρια, εφηβεία. Και υποστηρίζουν σοφά πως οι γονείς πρέπει να έχουν αντίληψη του κόσμου του παιδιού τους για να μπορέσουν αμφότεροι να ζήσουν ευτυχισμένοι, κι ότι οφείλουν ν’ αφήσουν τα παιδιά ξεγυμνωμένα από κάθε έννοια «ιδιοκτησίας», από κάθε απόπειρα εξουσίας και προπάντων από κάθε μισοτελειωμένο απωθημένο.
Ναι. Θα ήθελα ο δεκαπεντάχρονος σήμερα γιος μου να είναι αθλητής του πόλο. Να συνεχίσει την κολύμβηση που ξεκίνησε κάποτε και να την εξελίξει. Να βουτάει κάθε μέρα στο νερό, να παλεύει με το σώμα και το μυαλό του, να αντλεί πειθαρχία από το υγρό στοιχείο που εγώ αγαπώ. Αντί γι’ αυτό, είναι σε ακαδημία ποδοσφαίρου. Αγαπά το ποδόσφαιρο. Το περιμένει. Το ζει. Και, παρότι καθόλου δεν με ενθουσιάζει, το σέβομαι. Θα ήθελα να διαβάζει περισσότερο. Γιατί είναι έξυπνος, με αντίληψη, με κριτική σκέψη που με αφήνει άφωνη κάποιες φορές. Θα ήθελα να βουτάει πιο βαθιά στα βιβλία, να ψάχνεται, να διευρύνει τους ορίζοντές του. Θα ήθελα να βλέπω τη σπίθα του να γίνεται φλόγα. Δεν θέλει όμως εκείνος. Και είμαι υποχρεωμένη να το σεβαστώ, αν δεν θέλω αύριο-μεθαύριο να τον δω να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό – επειδή έμαθε να ζει για να με ικανοποιεί.
Ναι. Θα ήθελα η δεκατετράχρονη κόρη μου να κάνει μαθήματα χορού. Όχι απαραίτητα για να γίνει χορεύτρια, αλλά για να μάθει τον ρυθμό, την πειθαρχία, την αρμονία, τη χαρά του να εκφράζεσαι χωρίς λόγια. Θα ήθελα να τη βλέπω να στροβιλίζεται με χάρη στη σκηνή κι εγώ να στέκομαι στο κοινό και να την καμαρώνω να λάμπει. Θα ήθελα να ντύνεται αλλιώς. Να μην μοιάζει τόσο πολύ με όλες τις άλλες. Να αγαπά να ξεχωρίζει. Δεν θέλει όμως εκείνη. Και είμαι υποχρεωμένη να το δεχτώ, αν δεν θέλω να τη δω αύριο-μεθαύριο να παλεύει να ξαναβρεί τον εαυτό της, μέσα από κινήσεις και ρούχα που με το ζόρι της φόρεσα.
Ναι. Θέλω τα παιδιά μου να μιλάνε άπταιστα τρεις γλώσσες. Να γνωρίζουν καλά ένα μουσικό όργανο. Να διακρίνονται πάντα στο σχολείο. Να σπουδάσουν κάτι «σοβαρό» — Νομική, Ιατρική, κάτι που θα τους εξασφαλίσει χρήμα και κύρος. Να…, να…, να… Αλλά πιο πολύ απ’ όλα — θέλω να είναι ελεύθερα. Να μη φορέσουν ρόλους που δεν τους ανήκουν. Να μη μάθουν να ζουν κυνηγώντας τα όνειρα που δεν πρόλαβα να ζήσω εγώ. Να μην εξαντληθούν αποδεικνύοντας την αξία τους σε έναν καθρέφτη που εγώ τοποθέτησα απέναντί τους. Θέλω να ζήσουν, όχι για να με δικαιώσουν αλλά για να είναι ο εαυτός τους. Ακόμη κι αν αυτός ο εαυτός είναι χιλιόμετρα μακριά από εκείνον που κάποτε φαντάστηκα πως θα μεγαλώσω.
Photo credit: Imdb, by Touchstone Pictures – © 1999