Το Σαββατοκύριακο που δεν έζησα…

Δουλειά το Σαββατοκύριακο, σε γιορτές, σε αργίες. Ορισμένοι το κάνουν για να μπορέσουν να ζήσουν, άλλοι γιατί δεν έχουν τι να ζήσουν και κάποιοι γιατί έτσι έχουν μάθει να ζουν.
Την Παρασκευή το απόγευμα οι συνάδελφοι δε με ρωτάνε πια τι θα κάνω το Σαββατοκύριακο. Είναι δεδομένο. Με ξέρουν. Θα μείνω σπίτι και θα δουλέψω. Άρχισε σαν υποχρέωση: “Δε μπορώ να βρεθούμε, έχω βάρδια”. Συνεχίστηκε σαν άλλοθι: “Δε μου αρέσει να βγαίνω τα Σαββατοκύριακα και να στριμώχνομαι μαζί με χιλιάδες άλλους Αθηναίους που είχαν την ίδια ιδέα, σε παραλίες, σε σινεμά, σε κλαμπ”. Με τον καιρό όμως έγινε συνειδητή επιλογή. Προσφέρομαι να δουλέψω γιατί μέσα μου, κάπου βαθιά, το έχω ανάγκη. Η δουλειά με γειώνει. Με καθησυχάζει. Μου δίνει νόημα.
Δείτε ακόμη: Ο θάνατος του Μαρά (και του focus)
Αν νομίζεις ότι αυτό αφορά μόνο εμένα, μια πρόσφατη έρευνα των οργανισμών Project: Time Off και GfK σε περισσότερους από 5.000 εργαζόμενους δείχνει πως οι Millennials (οι γεννημένοι μεταξύ 1981 και 1996) είναι αυτοί που κυρίως φέρουν περήφανα τον τίτλο του “εργασιακού μάρτυρα”. Δηλώνουν ότι θέλουν να φαίνονται αφοσιωμένοι και αναντικατάσταστοι, ενώ επιλέγουν να μην αξιοποιούν όλες τις μέρες άδειας που δικαιούνται, καθώς νιώθουν ενοχές.
Κάποιοι το κάνουν για να ζήσουν: την οικογένειά τους, τα παιδιά, τους. Για να ξεχρεώσουν τα δάνεια που πήραν, για να μπορέσουν να πάνε διακοπές. Άλλοι δουλεύουν για να μη ζήσουν. Γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο. Καμία παρέα, καμία αγκαλιά, καμία έξοδο. Και προτιμούν τη ρουτίνα της δουλειάς, παρά να κοιτάνε το ταβάνι ή, ακόμη χειρότερα, να κοιτάνε τη ζωή τους και τα λάθη τους. Να σκέφτονται. Να θυμούνται. Να νιώθουν. Για κάποιους από εμάς ίσως υπάρχει κάτι βαθύτερο.
Είναι που μάθαμε από μικροί να βρίσκουμε αξία μόνο όταν αποδίδουμε. Όταν διαπρέπουμε. Όταν μας επιβραβεύουν.
Σαν παιδιά, η αποδοχή δεν ήταν αυτονόητη· ερχόταν υπό όρους. Αν διάβαζες, αν πετύχαινες, αν ήσουν ο καλύτερος. Κι έτσι η δουλειά έγινε άμυνα. Ένας τρόπος να κρατήσεις τον έλεγχο σε μια ζωή που κατά τα άλλα έμοιαζε ανεξέλεγκτη. Η μόνη ασφάλεια. Η μόνη βεβαιότητα.
Στη δουλειά, ξέρεις (με λίγες εξαιρέσεις) ότι θα ανταμειφθείς για την προσπάθειά σου. Με έναν έπαινο. Ένα μπόνους. Μια αύξηση. Μια προαγωγή. Σε ποιον άλλο τομέα άραγε μπορείς να ισχυριστείς ότι ισχύει το “ό,τι δίνεις, παίρνεις”;
Στην υγεία σου μπορείς να κάνεις τα πάντα σωστά, να μην πίνεις, να μην καπνίζεις και να σου έρθει το χειρότερο.
Στις σχέσεις; Μπορεί να δώσεις την ψυχή σου και να εισπράξεις αδιαφορία, προδοσία, ghosting. Στη δουλειά όμως, υπάρχει μια αίσθηση δικαιοσύνης. Και αυτό καθησυχάζει.
Δείτε ακόμη: Το hashtag που άλλαξε (;) τον κόσμο
Δεν είναι εργασιομανία, δεν είναι εθισμός. Δε μας εξαντλεί, μας γεμίζει. Γιατί στη δουλειά βρίσκουμε επιβεβαίωση, ή τουλάχιστον την ψευδαίσθησή της. Κι όμως, μας κοιτούν με οίκτο. Με ειρωνεία. Σαν να είμαστε τα θύματα. Κι όμως, είμαστε τα αφεντικά του χρόνου μας. Δεν δουλεύουμε επειδή δεν έχουμε άλλη επιλογή. Δουλεύουμε γιατί έτσι έχουμε μάθει. Γιατί εκεί βρίσκουμε παρηγοριά. Γιατί έχουμε μάθει να δημιουργούμε όταν οι άλλοι διασκεδάζουν. Γιατί μας αρέσει να εκμεταλλευόμαστε το κενό και την απουσία. Γιατί στην ησυχία ακούμε τις ιδέες μας.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα μας κοιτάξετε με οίκτο επειδή θα περάσουμε το Σάββατο βράδυ μπροστά από ένα λάπτοπ, αναρωτηθείτε: εσείς με ποιους θα περάσετε το Σαββατοκύριακό σας; Και όντως τους επιλέξατε;
Photo credit: Freepik