Γιατί δεν έχουμε μόδα στην Ελλάδα;

Γιατί οι ελάχιστοι αξιόλογοι οίκοι μόδας που διαθέταμε στο παρελθόν έκλεισαν με το θάνατο των δημιουργών τους;
“Τσεκλένης”, “Τσούχλος”, “Ντεσές” (ειδικά ο τελευταίος)… Σας λένε τίποτε αυτά τα επώνυμα; Πιθανότατα “όχι” κι όμως ήταν σχεδιαστές με παγκόσμια φήμη και καταξίωση. Ο Γιάννης Ντεσές (Jean Desses), ο “βασιλιάς της μουσελίνας” μάλιστα, προσμετράται στους πολύ μεγάλους σχεδιαστές υψηλής ραπτικής, στο ίδιο επίπεδο με τον Dior, Chanel, Balenciaga και κάποιων άλλων ακόμη και δεν το ισχυριζόμαστε εμείς. Ας πούμε, πως ο “Tseklenis” θα μπορούσε να είναι σήμερα ο Έλληνας Missoni – αντίστοιχη είναι η πορεία τους και οι δημιουργικές τους εμπνεύσεις. Ο οίκος του Δημήτρη Τσούχλου θα μπορούσε να συμμετέχει αξιοπρεπώς στην Εβδομάδα Υψηλής Ραπτικής στο Παρίσι και ο Ζαν Ντεσές, σίγουρα θα είχε “μπαστακομένη” στη “front row” του ντεφιλέ του την Anna Wintour, την εμβληματική διευθύντρια της Vogue, στην ίδια διοργάνωση. Ακόμη κι ο οίκος Billy Bo θα συνέχιζε πιθανότατα να υπάρχει, αν είχε όμως ιδρυθεί στο Παρίσι ή στο Μιλάνο και όχι στην Αθήνα.
Δεν ισχυριζόμαστε πως η χώρα μας είχε αντίστοιχη παράδοση στη μόδα με τη Γαλλία ή την Ιταλία. “Στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου…” υποσχόταν το γνωστό παλιό ελληνικό νανούρισμα, που σημαίνει πως η Βενετία πριν από κάποιους αιώνες ήταν το επίκεντρο της μόδας στον γνωστό κόσμο.
Η μόδα στη χώρα μας ξεκίνησε από τις μοδίστες που αντέγραφαν γαλλικά και ιταλικά πατρόν. Ο Δημήτρης Τσούχλος υπήρξε ο κορυφαίος couturier που ανέδειξε η Ελλάδα και ο Γιάννης Ντεσές ο κορυφαίος σχεδιαστής. Ο Γιάννης Τσεκλένης δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως και οι Missoni άλλωστε, όμως είχε βρει τη μανιέρα με τα εμπριμέ υφάσματα και το κόψιμο “ανέμελο ελληνικό καλοκαίρι”, που την αγάπησαν και στο εξωτερικό (στην Ελλάδα μάλιστα κάποια στιγμή, διέθετε την αποκλειστικότητα του επώνυμου pret a porter).
Γιατί λοιπόν δεν βρέθηκε ένας Έλληνας επενδυτής, ένας ντόπιος Bernard Arnault, να αγοράσει τους οίκους τους; Νομίζουμε πως ο Αριστοτέλης Ωνάσης πλησίασε κάποια στιγμή κοντά στο να το κάνει πράξη, όταν η Ολυμπιακή Αεροπορία χορηγούσε τον Γιάννη Τσεκλένη στα πρώτα του βήματα να ανοίξει μπουτίκ στο εξωτερικό, όμως τον πρόλαβαν τα τραγικά γεγονότα, με την απώλεια του υιού του Αλέξανδρου.
A crime of fashion
Η μόδα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, είναι μια παγκόσμια βιομηχανία που τζιράρει ετησίως 1,56 τρισ. ευρώ! Στην Ελλάδα αναλογεί ένα μερίδιο του τζίρου και των κερδών, αρκεί προηγουμένως να επενδύσει. Ουδείς χαρίζει κάτι σε κάποιον. Μέχρι στιγμής το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών είναι συντριπτικά αρνητικό για τη χώρα μας.
Στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε τη μόδα σε επίπεδο ΙΕΚ “σχεδίου μόδας” και σχολών “μανεκέν”, όταν ακόμη και η “τριτοκοσμική” Ινδία διαθέτει πανεπιστημιακές σχολές που να την αφορούν. Η μόδα δεν είναι ποτέ δουλειά ενός ανθρώπου, όσο χαρισματικός και εάν είναι. Πίσω από τον κάθε σχεδιαστή υπάρχουν οι αφανείς μάστορες, που όσο καλύτεροι είναι, τόσο πιο άρτιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα. Ο Alain-René Lesage, για παράδειγμα, θεωρείται διαχρονικά ο κορυφαίος κεντητής που γνώρισε ο κόσμος, ανάμεσα και στα δύο φύλα. Εάν ένας Έλληνας σχεδιαστής αν θέλει να εντάξει ένα εντυπωσιακό κέντημα με παγιέτες σε κάποια δημιουργία του, όπως έκανε ο οίκος Chanel με τις “ίριδες” του Van Gogh που υλοποίησε ο Lesage, σε ποιον θα πρέπει να απευθυνθεί;
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μαθητεία και υπομονή: ο κάθε μαθητευόμενος θεωρεί τον εαυτό του “μάστορα” ύστερα από λίγους μήνες. Γι’ αυτό και ο όρος “μάστορας” στη γλώσσα μας εμπεριέχει περιπαικτικό χαρακτήρα, ενώ στο εξωτερικό θεωρείται και είναι τίτλος τιμής. Ο κάθε αξιόλογος οίκος μόδας έχει δεκάδες τεχνίτες σε διαφορετικές ειδικότητες να υποστηρίζουν τις δημιουργίες του σχεδιαστή του. Απαιτούνται τουλάχιστον 50 εξειδικευμένα άτομα για να αποκτηθεί επισήμως στη Γαλλία η διάκριση “οίκος υψηλής ραπτική”. Από όλους αυτούς τους μεγάλους μάστορες μόνο ο Alain-René Lesage κατάφερε να γίνει ευρύτερα γνωστός, οι υπόλοιποι συνεχίζουν να δημιουργούν στην ανωνυμία και μόνο οι άνθρωποι της μόδας γνωρίζουν τις μεγάλες δυνατότητές τους.
Διάβαζα τις προάλλες σε μια συνέντευξη της Στεφανίας Φραγκίστα, πως αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα για να σχηματίσει μια αξιόλογη, ειδικευμένη ομάδα, όταν αποφάσισε να ανοίξει τον οίκο της με μαγιό. Ποιος; Η κόρη ενός μεγαλοεφοπλιστή με σοβαρά κεφάλαια να στηρίζουν την προσπάθειά της. Φανταστείτε λοιπόν με τι ανυπέρβλητες δυσκολίες πρέπει να ξεκινήσει τη κτίσιμο ενός brand, ένας πρωτοεμφανιζόμενος κοινός θνητός, όσο ταλέντο και να διαθέτει.
Ο μοναδικός ελληνικός οίκος που συνεχίζει τη λειτουργία του μετά τον θάνατο του δημιουργού του, είναι ο οίκος Parthenis, όπου η Ορσαλία Παρθένη συνεχίζει το έργο του πατέρα της Δημήτρη. Στο ίδιο επίπεδο, χωρίς περαιτέρω ανάπτυξη. Είναι η ορατή η έλλειψη κεφαλαίων. Αλλά και να βρεθούν πως θα μπορέσει ο οίκος Parthenis να περάσει στα luxury αξεσουάρ; Με ποιους μάστορες θα περάσει στα δερμάτινα είδη, στα καλλυντικά, σε ολόκληρη την γκάμα προϊόντων που προτείνουν οι μεγάλοι οίκοι μόδα;
Ας πούμε πως ο εφοπλιστικός κλάδος αποφασίσει να επενδύσει μέρος των υπερκερδών του στην ελληνική μόδα. Με βάση ποιο business plan και σε ποιον οίκο συγκεκριμένα; Μέχρι στιγμής σε εφοπλιστικά κεφάλαια μπορεί να βασίζεται μόνο ο οίκος της Σήλιας Κριθαριώτη κι αυτό για ειδικούς λόγους – η Σήλια Κριθαριώτη είναι παντρεμένη με τον εφοπλιστή Νίκο Τσάκο.
Ο χώρος της μόδας πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά από το ελληνικό κράτος, γιατί μπορεί να αποφέρει έσοδα και θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία.
Χρειάζεται όμως να ιδρυθούν πανεπιστημιακές σχολές, όπως και σχολές μαθητείας για ειδικότητες που να αφορούν τη μόδα. Εννοείται πως η μόδα έχει μετακομίσει στην Ασία, όμως η Ιταλία με τα πολυάριθμα υψηλής ποιότητας ατελιέ της όπου ράβουν τις απαιτητικές δημιουργίες τους οι γνωστό οίκοι, ας αποτελέσει το ύψος που θα πρέπει να τοποθετήσει τον πήχη και η χώρα μας.