Δεκαπενταύγουστος. Η πόλη μοιάζει να κρατά την ανάσα της. Όλοι έχουν φύγει, θάλασσες, νησιά, χωριά, ξαπλώστρες και τραπέζια στρωμένα κάτω από κληματαριές. Εγώ έμεινα εδώ. Και δεν με πειράζει. Αυτή είναι η δική μου ουσιαστική διακοπή.

Διαβάστε ακόμη: Πώς (δεν) πέρασα στις διακοπές μου

Οι δρόμοι είναι άδειοι. Τα φανάρια αναβοσβήνουν. Ο αέρας είναι πιο ελαφρύς, και ακόμη και η ζέστη φαίνεται να έχει υποχωρήσει λίγο, σαν να κουράστηκε κι αυτή από το πολύ καλοκαίρι. Περπατώ στη μέση του δρόμου, χωρίς τον φόβο κορναρισμάτων ή βιαστικών ματιών. Τα βήματά μου ακούγονται καθαρά, σχεδόν παράταιρα μέσα στην ησυχία.

Διαβάστε ακόμη: Η μελαγχολική μοναξιά του Αυγούστου

Το καλοκαίρι στην Αθήνα, όταν η πόλη ερημώνει, έχει μια ηρεμία που δεν μπορείς να βρεις αλλού. Τα μεσημέρια είναι σιωπηλά, λες και κάποιος έχει χαμηλώσει τον ήχο του κόσμου. Ακούγονται μόνο τα τζιτζίκια από τα λίγα δέντρα και το μακρινό βουητό ενός κλιματιστικού. Ο θόρυβος έχει κοπάσει, σαν να πήρε κι αυτός άδεια.

Στο σπίτι, το ψυγείο κρύβει τα μικρά μου καλοκαιρινά τελετουργικά. Ένα ποτήρι παγωμένο νερό που θολώνει το γυαλί, ένα «υποβρύχιο» βανίλια που βυθίζω αργά μέσα στο νερό, αφήνοντας τη γλύκα του να λιώσει σιγά σιγά. Είναι μια γεύση παιδική, σχεδόν ξεχασμένη, αλλά εδώ, σε αυτήν την άδεια πόλη, αποκτά άλλη σημασία, σαν υπόσχεση πως η ζωή μπορεί να είναι απλή και ωραία, χωρίς φασαρία.

Η ποιότητα ζωής δεν είναι πάντα στους τόπους που επισκεπτόμαστε, αλλά στις στιγμές που καταφέρνουμε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας.

Ο Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα είναι η δική μου ευκαιρία να ακούσω ξανά τον ρυθμό της, χωρίς παρεμβολές. Να δω το φως να πέφτει στα πεζοδρόμια χωρίς τη σκιά του πλήθους. Να περπατήσω αργά, να αναπνεύσω βαθιά, να κοιτάξω ψηλά, να παρατηρήσω την πόλη από μια άκρη.

Κι ίσως, κάπου ανάμεσα στην ησυχία και στη ζέστη, να συνειδητοποίση ότι η πόλη θα έχει πάντα εμάς τους λίγους που μένουμε πίσω, για να την απολαύσουμε έτσι: γυμνή, ήρεμη και απρόσμενα τρυφερή.

Photo credit: @noya_collection1/IG