Θυμάμαι σαν τώρα εκείνη τη μέρα που περπατώντας για να πάω στο αυτοκίνητο, οι ήχοι της πόλης είχαν σβηστεί και το μόνο που άκουγα ήταν τη φωνή του γιατρού στο τελείωμα της συνεδρίας: «Οι συνάδελφοί μου οι Αμερικάνοι, που και σαν λαός φημίζονται για την πρακτικότητά τους, λένε «Αrrest the problem first! Κι εσύ αφού ήρθες μέχρις εδώ, το πρόβλημα το «συνέλαβες» και θα το λύσουμε μαζί. Θέλω όμως να θυμάσαι πως τίποτα δεν αλλάζει, εάν συνεχίζεις να κάνεις τα ίδια πράγματα». Αυτά τα δυο λόγια, τα απλά και λογικά, είχαν καθοριστική επίδραση επάνω μου. Κυρίως γιατί ένιωθα ότι ήμουν ήδη στο παρά πέντε.

Διαβάστε ακόμη: Το καλοκαίρι μέσα μας…

Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε μια βαθιά και συστηματική «εσωτερική ανασκαφή», προσπαθώντας κατ’αρχάς να συλλάβω το πρόβλημα και κατά δεύτερον, να εντοπίσω τις αλλαγές στις οποίες θα έπρεπε να προχωρήσω προκειμένου η ζωή και η υγεία μου να αλλάξουν προς το καλύτερο. Έτσι, ξανάπιασα τον μίτο της ψυχής μου και με φακό την ανακτημένη μου λογική, βγήκα σιγά-σιγά στο ξέφωτο. Εκεί, όπου τα πράγματα φαίνονται όπως είναι και είναι όπως φαίνονται. Νομίζω ότι όταν ξύπνησα ένα πρωί και έπινα τον καφέ μου, τότε ήταν που συνειδητοποίησα πόσο λεπτή είναι αυτή η τρίχα της γνωστής έκφρασης που λέει… «παρά τρίχα».

Διαβάστε ακόμη: Εκκεντρικός ή ψυχασθενής; Ένας ορισμός σε διαπραγμάτευση

Τώρα όμως είχε έρθει η ώρα της δράσης, η ώρα των αλλαγών. Κατέγραψα ό,τι θεωρούσα στην ζωή μου ως βλαπτικό και έθεσα κατά προτεραιότητα τις αλλαγές που επιθυμούσα να κάνω. Ψηλά στη λίστα ήταν η αλλαγή της εργασίας. Έφυγα από μια δουλειά, η οποία μετά από χρόνια είχε καταντήσει να μου παίρνει περισσότερα από αυτά που μου έδινε. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με κάποιους ανθρώπους γύρω μου. Έτσι, επανακαθόρισα σχέσεις, φιλίες και συνεργασίες, έχοντας όμως μέσα μου μια ηρεμία, κανένα παράπονο και μια εσωτερική ειρήνη που με βοηθούσε να διαπιστώσω πως τελικά οι αποχωρισμοί δεν είναι ανάγκη να είναι δραματικοί. Μπορεί να γίνονται με στενοχώρια αλλά χωρίς θυμό (ενίοτε κιόλας με ευγνωμοσύνη) και να σηματοδοτούν έναν κύκλο που απλά είχε έρθει η ώρα να κλείσει.

Ύστερα κάθισα κάτω και κοίταξα πώς θα μπορούσα καλύτερα να αξιοποιήσω τα οικονομικά μου θυσιάζοντας αρκετές από τις συνήθειες που είχα, επιλέγοντας μια σφιχτή αλλά πιο ελεύθερη καθημερινότητα. Όταν έλυσα κι αυτό το θέμα, ήρθε η αλλαγή που επιθυμούσα από καιρό. Να φύγω απ’την Αθήνα.

Η Αθήνα δεν μου αρκούσε πια. Δεν είχαμε να δώσουμε τίποτα ο ένας στον άλλον, έτσι αισθανόμουν.

Το σκεφτόμουν κατά περιόδους αλλά τώρα το ήθελα με όλη μου την καρδιά. Ήθελα τώρα που είχε τελειώσει ο «πόλεμος», να ανακαταλάβω τις πέντε μου αισθήσεις και να τους δώσω ξανά τη χαρά και την ξεκούραση που είχαν στερηθεί. Ήθελα να ξεφύγω από μέρη που, όταν τα περνούσα, μου θύμιζαν πικρές στιγμές. Ήθελα να ξυπνάω το πρωί και να μην ακούω τους κάθε λογής επιθετικούς αστικούς θορύβους. Να μπορώ να βλέπω όμορφα πράσινα ή μπλε τοπία και να θυμηθώ πώς μυρίζει η βροχή όταν δεν πέφτει πάνω σε τσιμέντο. Ήθελα να πιάνω καρπούς που θα έχω κόψει απ’τα δέντρα και να μπορώ να δοκιμάσω χειροποίητο τραχανά που θα μου έχει φτιάξει μια γυναίκα απ’τις παλιές, εκείνες που ξέρουν χρόνια τη συνταγή. Ήθελα να μπορώ να κάνω τις καθημερινές δουλειές μου πιο γρήγορα, να οδηγώ και να μην εναλλάσσω για ώρα την πρώτη ταχύτητα με τη δευτέρα, μπλοκαρισμένη στην κίνηση από άλλο ένα ατύχημα στον Κηφισό.

Και τέλος, ένιωθα πως είχα την επιτακτική ανάγκη να ξανασυστηθώ με ένα άγνωστο μέρος όπως όταν γνωρίζεσαι μ’ έναν καινούργιο άνθρωπο. Και δεν το ευχήθηκα μόνο, προσευχήθηκα γι’ αυτό. Και μιαν ωραία πρωία (μάλλον απόγευμα ήταν!) ήρθε το άγνωστο μέρος και μου συστήθηκε μαζί με τον καινούργιο άνθρωπο. Και μετά από λίγο καιρό, ήρθε και η μετοίκηση σε μιαν άλλη πόλη, σε άλλο νομό.

Όσο και να ποθείς μια αλλαγή τόπου, αυτή ποτέ δεν έρχεται χωρίς τις δικές της προσαρμοστικές απαιτήσεις. Όμως αυτό είναι και η πρόκληση που σου ανοίγει την όρεξη για να δεχτείς και να γνωρίσεις όσα έχει να σου προσφέρει. Ο καινούργιος τόπος μακριά απ’ την Αθήνα λειτούργησε και λειτουργεί για μένα ακόμα και σήμερα, με έναν ιαματικό τρόπο. Με έφερε πιο κοντά σε ένα περιβάλλον που – προς το παρόν τουλάχιστον – η φύση περισσεύει και δεν την ξεσκίζει άλλος ένας αχόρταγος εκσκαφέας.

Εδώ, έμαθα να ξεχωρίζω τα χόρτα, να ανάβω μόνη μου το τζάκι, να φτιάχνω μπουκέτα από λουλούδια του αγρού, να μαζεύω ελιές και να της πηγαίνω στο ελαιοτριβείο, να κόβω απ’ τα δέντρα ωραία λεμόνια, πορτοκάλια και μανταρίνια, να τρώω μέλι του βουνού μαζί με την κηρήθρα, να ξυπνάω έχοντας κάνει πιο βαθύ ύπνο, να μυρίζω το πρωινό – νοτισμένο από την υγρασία – χώμα και να κάνω περιπάτους δίπλα στη θάλασσα.

Γνώρισα και ντόπιους. Ντόπιους ανοιχτόκαρδους, ντόπιους κουτσομπόληδες, ντόπιους «προχωρημένους» στη σκέψη και ντόπιους μοναχικούς, παρατημένους. Ντόπιους με ενδιαφέροντα και χόμπι, αλλά και ντόπιους που δεν σε καλούν στο σπίτι τους γιατί σε θεωρούν… απειλή για την οικογενειακή τους εστία. Όμως εδώ όλες οι δουλειές σου γίνονται στον μισό χρόνο, γιατί οι υπηρεσίες είναι συγκεντρωμένες και ο κόσμος είναι αναλογικά διαχειρίσιμος. Λες «καλημέρα» σε αγνώστους, μαθαίνεις ιδιωματισμούς και λέξεις που δεν ήξερες και σιγά- σιγά συγκροτείς τον μικρό στενό σου κύκλο γιατί παντού και πάντα θα βρίσκεις έστω και λίγους ή ελάχιστους με τους οποίους θα ταιριάζουν τα χνώτα σου. Και αν ο συμβιβασμός είναι να πρέπει να επισκέπτεσαι την Αθήνα για να πας στους γιατρούς που γνωρίζεις και εμπιστεύεσαι ή για να δεις έργα στο σινεμά, ή για να δεις παραστάσεις στο θέατρο, να επισκεφτείς μια γκαλερί κι ένα μουσείο, ένα στέκι εναλλακτικό και να απολαύσεις μια όπερα στο Νιάρχος, ε! Μικρό το κακό. Το αποδέχεσαι γιατί τουλάχιστον εδώ οι Ανατολές και οι Δύσεις έχουν τον ουρανό όλον δικό τους και τα πουλιά κελαηδούν ελεύθερα αφού βρίσκουν κλαδιά να βάλουν τα ποδαράκια τους.

Photo credit: Yan Krukau