Κι όμως. Η συγγραφέας, Moshtari Hilal, είναι 31 χρονών, μισή Αφγανή, μισή Γερμανίδα και φωτίζει μια άσχημη πραγματικότητα, έναν κόσμο που αγαπάμε να σνομπάρουμε, να ρετουσάρουμε, να αγνοούμε, κι ας είναι μπροστά στα μάτια μας, μπορεί ακόμη και μπροστά στον καθρέφτη μας. Απέναντί μας.

Διαβάστε ακόμη: Μαμά, έχεις μια τρίχα στο πηγούνι

Την ίδια στιγμή, περνούν μπροστά από τα μάτια μου, σαν ένα άναρχο καλειδοσκόπιο, στιγμιότυπα και σκηνές από ταινίες, σειρές, παιδικά παραμύθια, συναυλίες. To Aσχημόπαπο. Η μεταμόρφωση της Σταχτοπούτας. Ο μαύρος κι ο λευκός κύκνος. Η Audrey Hepburn. Η Twiggy. Η μύτη της Barbra Streisand που αρνήθηκε να αλλάξει. Η ελιά της Cindy Crawford. H Frida Kahlo. Η Rossy de Palma ως μούσα στις ταινίες του Pedro Almodovar. Ο Adrien Brody, o Javier Bardem, o Richard Gere, o Willem Dafoe, o Vincent Cassel ως αντι-σύμβολα του σεξ.

Κι αν ξεφυλλίσουμε το καινούργιο βιβλίο που ασχολείται με το ταμπού της ασχήμιας; Πώς αποφασίζει κανείς να βαφτίσει κάποιον «άσχημο»; Αν διαβάσουμε το ημερολόγιο της 31χρονης συγγραφέως, θα μάθουμε (και θα κατανοήσουμε) την ιστορία της, μέσα από κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές αναζητήσεις, σχέδια, ποιήματα, φωτογραφίες.

Δεν θα ήταν εύκολο μάλλον για ένα κορίτσι που μεγάλωσε ως Αφγανή μετανάστρια στη Γερμανία, να ενώσει τα κομμάτια του παζλ για να καταγράψει όσο πιο παραστατικά μπορούσε, όλα όσα κάποτε θεωρούσε ότι μισούσε και θεωρούσε «λάθος» στην εμφάνιση της. Τι συγκράτησα από τις περιγραφές της; Tο (πολύ μεγάλο) κεφάλι της, το (πολύ μακρύ) πρόσωπο της και τα δύο χειρότερα χαρακτηριστικά της, σύμφωνα πάντα με την εκτίμηση της: την έντονη τριχοφυΐα στο πρόσωπο και το σώμα της, όπως και τη μύτη της, η οποία την βασάνιζε, τόσο για το μέγεθος, όσο και για το σχήμα της. Για χρόνια.

Διαβάστε επίσης: Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά

Όλα έχουν να κάνουν με τα σύγχρονα πρότυπα ομορφιάς. Το τώρα, τη «δικτατορία» του Instagram και του TikTok, της ομοιομορφίας και του κοπαδιού. Αν δεν έχω μακριά, λαμπερά μαλλιά, μακριές βλεφαρίδες και νύχια, δεν μπορώ να ανήκω κάπου για να με αποθεώσουν γνωστοί και άγνωστοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ή να με τρολάρουν επειδή δεν είμαι αρκετά ψηλή, αρκετά νέα, αδύνατη, όμορφη, μοντέλο στην καλύτερη περίπτωση. Με ή χωρίς φίλτρα. Και τοποθέτηση προϊόντος.

Ο «πόλεμος» με τον εαυτό μας παραμονεύει. Ακόμη και τα σούπερ μοντέλα έχουν παραδεχτεί τις… ατέλειες τους σε συνεντεύξεις τους στο παρελθόν. Η συγγραφέας του βιβλίου «Ugliness» είχε δημιουργήσει και στρατηγική προκειμένου να διορθώσει, να κρύψει, να παλέψει με την τριχοφυΐα στο πρόσωπο της, συχνά με επώδυνες διαδικασίες που την σημάδευαν με μελανιές και καψίματα, κηρύσσοντας «πόλεμο στο δέρμα μου, ξανά και ξανά», όπως γράφει στην εξομολόγηση της ζωής της.

Τις λιγότερο φωτεινές ημέρες, θα νιώσουμε όλες τις ανασφάλειες, θα δούμε όλα τα βίντεο για τη ρετινόλη, και τις πιο ηλιόλουστες θα καταλάβουμε πως η ασχήμια δεν έχει να κάνει (τελικά) με τα ατομικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου.

Είναι η στιγμή για αυτοκριτική. Να θυμηθείς την παιδική σου ηλικία. Να δείξεις ενσυναίσθηση για αγόρια και κορίτσια, άνδρες και γυναίκες, που δεν γεννήθηκαν σαν τον Alain Delon και την Brigitte Bardot. Σα να ξεχνάμε πως δεν ήρθαμε στον κόσμο για να λάβουμε μέρος σε κάποιον διαγωνισμό ομορφιάς. Ειδικά για τις γυναίκες τα πρότυπα γίνονται όλο και πιο αυστηρά. Από πότε η κοινωνική αποδοχή μετριέται με …τρίχες; Από τότε που η θεία της συγγραφέως την πίεζε στα 10 της χρόνια να αφαιρέσει το μουστάκι της.

Δεν είναι τυχαίο πως στην ίδια οικογένεια, το ένα κορίτσι αποφάσισε να κάνει ρινοπλαστική και το άλλο, προτίμησε να επαναστατήσει, αγκαλιάζοντας τη διαφορετικότητα της. Κυρίως όταν κατάλαβε πως οι αντιλήψεις μας για την ομορφιά προέρχονται από την πολιτική και καθορίζονται από διεθνείς παράγοντες, όπως ο πόλεμος, η εξουσία, η οικονομία. Ο «πόλεμος» που κηρύσσουμε στο σώμα μας, είναι μόνο ένας μικρόκοσμος των πραγματικών πολέμων που καθόρισαν ποιοι θεωρούνται σήμερα παραδοσιακά όμορφοι.

Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο άσχημη; Στερεότυπα και καρικατούρες, τρομακτικές εικόνες, γυναίκες που κρίνουν γυναίκες. Και κάπως έτσι βιώνουμε την κουλτούρα του θαυμασμού, ενισχύοντας τη βιομηχανία αψεγάδιαστων προτύπων.

Κι αν αποφασίσουμε να απέχουμε για λίγο; Να μην κρίνουμε τόσο αυστηρά το κόκκινο χαλί, τις σταρ, τις φίλες και γνωστές μας, κυρίως τον εαυτό μας; Η αξία μας δεν συνδέεται με τη βιτρίνα.

Τις λιγότερο φωτεινές ημέρες, θα νιώσουμε όλες τις ανασφάλειες, θα δούμε όλα τα βίντεο για τη ρετινόλη, και τις πιο ηλιόλουστες θα καταλάβουμε πως η ασχήμια δεν έχει να κάνει (τελικά) με τα ατομικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου.

Ο «πόλεμος» που κηρύσσουμε στο σώμα μας, είναι μόνο ένας μικρόκοσμος των πραγματικών πολέμων που καθόρισαν ποιοι θεωρούνται σήμερα παραδοσιακά όμορφοι.

Και για την ιστορία, ο πιο αγαπημένος μου ηθοποιός από τους «μεγάλους» στην ιστορία του κινηματογράφου, δεν ήταν ποτέ ο Alain Delon. Προτιμούσα πάντα τον Jean Paul Belmondo. Τον αντι-ήρωα με την σπασμένη μύτη, τα τεράστια χείλη, (χωρίς τα Gauloises), το ντύσιμο σε στιλ Humphrey Bogart, τον ωραίο άσχημο του γαλλικού σινεμά. Την ασπρόμαυρη αυθάδεια που καπνίζει, φλερτάρει, αγκαλιάζει, ρισκάρει τα πάντα, για τη γυναίκα της ζωής του.