Τα κοσμήματα της μαμάς μου

Η μνήμη αποτελεί τη μοναδική μας περιουσία και οι αναμνήσεις έναν ανεκτίμητο θησαυρό. Και αυτό είναι για μένα τα κοσμήματα της μαμάς μου.
«Δεν στο δίνω, αγάπη μου. Ακόμα είσαι μικρή. Θα το χάσεις». Αυτή ήταν η φράση κλειδί για να γίνει ένα δαχτυλίδι της μαμάς μου ο απαγορευμένος καρπός της νιότης μου. Ήμουν δεν ήμουν έξι-επτά χρονών και θυμάμαι τη μαμά μου να ντύνεται το Σάββατο το βράδυ για την παραδοσιακή έξοδο με τον μπαμπά μου. Εγώ καθόμουν στο κρεβάτι τους ξαπλωμένη μπρούμυτα και σκάλιζα αυτήν τη μαγική μπιζουτιέρα.
Ήταν θυμάμαι κάπως… εξωτική. Από μαύρη γυαλιστερή λάκα, με κάτι oriental σχέδια. Και μέσα ήταν ντυμένη με φοβερό κόκκινο βελούδο. Είχε και καθρέφτη και πολλές μικρές ειδικές θεσούλες για δαχτυλίδια και σκουλαρίκια. Πάντα με άφηνε να δοκιμάζω τους θησαυρούς της. Θυμάμαι πως φορούσα τα δαχτυλίδια όλα μαζί και μου έπεφταν από τα χέρια, αλλά εγώ τα μάζευα και ξαναπροσπαθούσα. Φορούσα τα πάντα, εκείνο το μεγάλο δαχτυλίδι του αρραβώνα της με το μπλε ζαφείρι, κι ένα βραχιόλι με λιοντάρια, που αργότερα έμαθα πως ήταν Zolotas. Με άφηνε να τα φοράω και της άρεσε που προσποιόμουν πως είμαι εκείνη. Ήμουν σαν εκείνη και ήθελα να γίνω σαν εκείνη. Με άφηνε να δοκιμάζω τα κοσμήματα και το κραγιόν της, όπως με άφηνε να κλάψω στην αγκαλιά της, όπως ήταν πάντα δίπλα μου και στη χαρά και στον πόνο.
Μεγαλώνοντας, εκεί κοντά στα είκοσι, κάπως τα σνόμπαρα αυτά τα κοσμήματα. Μου φαίνονταν βαριά, ξεπερασμένα, ντεμοντέ για μένα που είχα ανακαλύψει μόλις τα cuff bracelets του Minas.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, άρχισα να βλέπω εντελώς διαφορετικά αυτά τα υπέροχα vintage κομμάτια της μαμάς μου. Άρχισα να τα βλέπω με αγάπη. Και να τα φοράω με ακόμη περισσότερη αγάπη.
Και όσα δεν τα φοράω, απλώς τα βγάζω, τα κοιτάζω και θυμάμαι τις ιστορίες που μου έλεγε. Εκείνο το μικρό ρολόι με τα ρουμπινάκια που της είχε χαρίσει ο μπαμπάς μου στα τριάντα χρόνια γάμου, είναι το αγαπημένο μου. Το φόρεσε ελάχιστες φορές, μια που μεγαλώνοντας δεν μπορούσε να δει την ώρα. Όταν μεγάλωσε ακόμα περισσότερο, φορούσε ελάχιστα πια από τα κοσμήματά της. Προφανώς κι εκείνη είχε συνδέσει όλα αυτά τα κοσμήματα με τις πιο ευτυχισμένες και γυαλιστερές στιγμές της ζωής της.
Είχε μεγαλώσει πια πολύ (δεν λέω “γεράσει” γιατί μια μαμά δεν γερνάει ποτέ μέσα μας), είχε αδυνατίσει και τα δαχτυλίδια τής έπεφταν από τα δάχτυλά της. Όπως κι σε εμένα, όταν ήμουν επτά χρονών. Τότε έγινα εγώ η μαμά της. Ακόμα κι όταν πλέον δεν με αναγνώριζε, καθόμουν δίπλα της και της φορούσα τα δαχτυλίδια της, όπως θα έκανα σε μια κούκλα. Και εκείνη χαμογελούσε. Γιατί μπορεί να μην καταλάβαινε, αλλά ένιωθε την αγάπη.
Οι ψυχολόγοι λένε ότι οι μητέρες “βλέπουν τον εαυτό τους’ στην κόρη τους και οι κόρες αισθάνονται “συνέχεια της μητέρας τους”, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται και οι δύο πολύ όταν έρχεται η ώρα να κατανοήσουν τη διαφορετικότητά τους, να αναγνωρίσουν ότι έχουν τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά και να πορευτούν στον δικό τους δρόμο στη ζωή. Όλα τα κοινά, οι ταυτίσεις και οι ομοιότητες που μας δένουν με τη μητέρα μας, είναι εκείνα που μας δυσκολεύουν τόσο πολύ να βάλουμε όρια στη σχέση μας μαζί της, ή αντίστοιχα μας διευκολύνουν να αποκτήσουμε όμορφες και αληθινές σχέσεις. Εμένα μου συνέβη το δεύτερο ευτυχώς. Και της το οφείλω.
Γι΄αυτό όταν θέλω να την κρατήσω ζωντανή στη μνήμη μου, βγάζω τη μαγική μπιζουτιέρα και φοράω αυτές τις “κρακελέ” χρυσές βέργες της. Θυμάμαι τον “θόρυβο” που έκαναν όταν έμπαινε στο σπίτι και τη χαρά μου όταν την έβλεπα. Τις φοράω, τις κουνάω, ακούω τη “μουσική” τους και νιώθω πως είναι ακόμα εδώ, δίπλα, μαζί μου.