Πότε ήταν που φάγατε κάτι αληθινά «άγριο»;

Η βιομηχανία τροφίμων έχει φροντίσει να μη μας λείψει τίποτε. Έτσι λοιπόν βρίσκουμε “άγρια χόρτα” (καλλιεργημένα) και αγριογούρουνα εκτροφείου. Αυτό όμως που πραγματικά μας λείπει είναι η γεύση των πραγματικά “άγριων” τροφών.
Αν η ερώτηση του τίτλου σας προβλημάτισε, τα ‘χετε κι εσείς τα χρονάκια σας. Αν ξεκινήσατε μάλιστα να αναπολείτε, έχετε δοκιμάσει σίγουρα κάτι “άγριο”, διάφορες “άγριες” τροφές. Κι όταν λέμε “άγριες”, ας μη το αγριέψουμε, εννοούμε εκείνες που έχουν υποστεί μηδενική επεξεργασία ή ανθρώπινη φροντίδα: λίγο νερό, κοπριά, μερικές καρπουζόφλουδες για θρεπτικά συστατικά.
Ίσως ήταν μια κότα σε μέγεθος γαλοπούλας που σας έστειλε ως πεσκέσι η γιαγιά ή η θεία από κάποιο χωριό. Αν και οικόσιτη λογίζεται «αλανιάρα», μιας και όλο και κάτι θα τσιμπήσει κυκλοφορώντας ελεύθερη. Ίσως ήταν φρούτα, χόρτα μαζεμένα, λαχανικά, πάλι από την ίδια γιαγιά ή θεία. Από δέντρα ή φυτά φυτεμένα από παλιά και με ελληνικούς σπόρους. Ναι, κι ένας 20+ σήμερα έχει δοκιμάσει «άγρια» τροφή: αποκλειστικώς όμως θαλασσινή. Σίγουρα οι «υπεύθυνοι γονείς» του θα τον έβαλαν να δοκιμάσει από παιδί άγρια τροφή: γάβρο ή σαρδέλα (επειδή κάνουν καλό στα μάτια), κουτσομούρα (επειδή είναι νόστιμη), καλαμαράκια τηγανητά (αυτά δεν χρειαζόταν να τα πλασάρουν κάπως). Η 23χρονη ανιψιά μου πάντως που μεγάλωσε με αυτές τις προδιαγραφές, μου εκμυστηρεύτηκε πως τρώει αποκλειστικά σολομό και λαβράκι, ιχθυοκαλλιέργειας.
Μια μεγάλη έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξε πως οι νησιώτες κάτοικοί του αποφεύγουν να αγοράσουν και να καταναλώσουν ψάρια που δεν είναι ακέφαλα, φιλεταρισμένα, ξεπετσωμένα, ξεκοκαλισμένα και “ορθογωνισμένα” σαν τις ψαροκροκέτες του γνωστού “καπετάνιου” δηλαδή.
Διαβάστε ακόμη: Το φαγητό της μαμάς, και άλλες ιστορίες ενηλικίωσης
Ήρθαν τα ήμερα να διώξουν τ’ άγρια
Ανεβοκατεβαίνοντας κάθε Σάββατο το «Πράσινο Μίλι» μου -τη λαϊκή αγορά δηλαδή που στήνεται δίπλα στο σπίτι μου-, εκτός από κάποια αλιεύματα, το μόνο άγριο που εντοπίζω καμιά φορά βρίσκεται στον πολύ μικρό πάγκο ενός ηλικιωμένου που έρχεται (ή του τα στέλνουν) από την Στερεά Ελλάδα. Πουλάει αρκετές φορές αγγιναράκια και ασκόλυμπρους, δύο υπέροχα χορταρικά. Λογικά λοιπόν ο άνθρωπος που τα πουλάει 5-6 ευρώ το κιλό, λογικά όμως κι ο πελάτης να σκέφτεται πως σε αυτή την τιμή αγοράζει ένα κιλό χοιρινό λαιμό ή ένα ολόκληρο κοτόπουλο.
Υπάρχει κι ένας Μεγαρίτης που στην εποχή τους φέρνει για 2-3 Σάββατα, σε μικρές ποσότητες, κάποια πολύ νόστιμα βερίκοκα Μπεμπέκου. Όπως μου εξήγησε έχει κληρονομήσει λίγες βερικοκιές, τις οποίες απλώς λιπαίνει με κοτοκοπριά (Μεγαρίτης γαρ).
Οι γείτονες απέναντί μου έχουν δυο δέντρα στην αυλή τους: μια μουσμουλιά και μια κορομηλιά, αλίπαντες και αψέκαστες, και κάθε καλοκαίρι γκρινιάζουν γιατί οι καρποί τους ωριμάζοντας πέφτουν και λερώνουν το πεζοδρόμιό τους.
Ούτε καν που πέρασε από το μυαλό τους να τα μαζέψουν, να τα καταναλώσουν, να τα προσφέρουν στους γείτονες ή να τα κάνουν μαρμελάδα.
Όλοι μας στην Αθήνα και στα μεγάλα αστικά κέντρα έχουμε τουλάχιστον μια νεραντζιά δίπλα μας και γκρινιάζουμε με το δήμο, όταν δεν έρχεται να τα μαζέψει. Ριγμένα κάτω. Σχεδόν κανείς μας δεν σκέφτηκε να μαζέψει λίγα και να τα κάνει μαρμελάδα ή γλυκό του κουταλιού.
Έχει όμως νόημα να ψάχνει κάποιος για “άγρια” τροφή σήμερα; Έχει, γιατί είναι πιο νόστιμη σίγουρα και θα τον συνδέσει με τις πρωταρχικές γεύσεις. Θα μάθει πώς είναι η πραγματική γεύση του κοτόπουλου (κι ας μην είναι καν από εκλεκτή ράτσα, όπως οι “πουλάδες της Μπρες”), του μούσμουλου, των μανιταριών. Θα πληροφορηθεί ποια εποχή βγαίνει η ντομάτα και το κολοκυθάκι. Θα γνωρίσει επιτέλους και τι άλλο τρώγεται σ’ αυτήν τη χώρα, που δεν το το βρίσκει στα σούπερ μάρκετ. Μια γνώση που σε πολύ μεγάλο βαθμό έχει χαθεί.
Διαβάστε ακόμη: Dolce far niente: Ζωή χωρίς πρόγραμμα
Οι τροφοσυλλέκτες με τα ευρώ
Χρειάστηκαν τέσσερις μόνο δεκαετίες ώστε, για να φάει κάποιος σήμερα “άγρια” τροφή πρέπει να ντυθεί ο ίδιος κυνηγός ή ψαράς και να ξυπνήσει από τα μαύρα χαράματα. Για να φάει τι; Ψάρια που δεν υπάρχουν και θηράματα που έχουν μεγάλη πιθανότητα να είναι απελευθερωμένα εκτροφείου. Και να τον αντιμετωπίζουν ως δολοφόνο, ακόμη κι όταν φροντίζει να κυνηγάει μόνο βιώσιμα είδη.
Ή να υποβάλλει σε μεγάλη ταλαιπωρία τη μέση του για να μαζέψει άγρια χόρτα ή σαλιγκάρια. Με τα χόρτα βέβαια υπάρχει ένα μεγάλο θέμα, γιατί αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής διατροφής: τα τρώμε βραστά, ωμά ως σαλάτα, ως γέμιση σε πίτες ή μαγειρευτά μαζί με άλλα υλικά. Κανείς άλλος λαός δεν τα καταναλώνει σ’ αυτές τις ποσότητες και σ’ αυτήν την ποικιλία.
Τι χόρτα λοιπόν τρώει σήμερα ένας έφηβος ή ένας 20+; Αποκλειστικά και μόνο καλλιεργημένο, λιπασμένο και ραντισμένο σπανάκι (κι αν το φάει). Από τροφοσυλλέκτες μετατραπήκαμε -σταδιακά στην αρχή, ραγδαία στη συνέχεια-, σε καταναλωτές: η τροφή δεν απαιτεί πλέον κόπο και γνώση, αλλά ευρώ. Ποιος να μαζέψει λοιπόν σήμερα πεντανόστιμες τσουκνίδες (που τσιμπάνε άσχημα όμως) ακόμη και αν τις βρει άφθονες σε ένα χωράφι δίπλα του;
Να συμφωνήσουμε τελικά, πως οτιδήποτε τρώγεται (και δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση) κι εμείς το αφήνουμε ανεκμετάλλευτο, λογίζεται κι αυτό ως “σπατάλη τροφίμων”.
Photo credit: Istock