Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καπνίσματος (31 Μαΐου), μια ιστορία για το κάπνισμα και τις λέξεις του.

Αυλαία: Στο σπίτι μου. Είναι Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου 2002, 6 το πρωί. Ξυπνάω κάθιδρη, με φρικτούς πόνους στο στήθος, ακραίο αίσθημα ασφυξίας, και τεράστια αγωνία. Μένω μόνη μου, δεν έχω τηλέφωνο, έχω ξεχάσει και το κινητό στο γραφείο. Το να πάω ως τον επάνω όροφο να ειδοποιήσω τους δικούς μου, ξαφνικά φαντάζει βουνό.

Τα καταφέρνω με πολύ πόνο. Ανεβαίνω τις σκάλες μπουσουλώντας. Το ανέβασμα του χεριού για να πατήσει η παλάμη στο επόμενο σκαλί και να ανασηκώσει το σώμα προκαλεί έναν βαθύ, οξύτατο πόνο. Ο πόνος απλώνει σαν αράχνη στην πλάτη και με καθηλώνει πριν κάθε επόμενη κίνηση. Κάποια στιγμή φτάνω. Αρχίζω να χτυπάω την πόρτα όπως μπορώ, εκεί, από το πάτωμα, με κάθε κίνηση να προκαλεί πόνο που κόβει την ανάσα -κυριολεκτικά.

Μπορείτε να διαβάσετε επίσης: Ο δικαιωματικός άνθρωπος

Στο νοσοκομείο

Επόμενη σκηνή: Τζάνειο Νοσοκομείο. Αίθουσα Ημερήσιας Νοσηλείας, περιμένω αποτελέσματα. Τέζα σε ένα κρεβάτι, άσπρη σαν χαρτί. Έχω οξυγόνο, πονάω αδιάλειπτα, η θεία μου μαζεμένη σε μια καρέκλα δίπλα, σιωπηλή.

Κάποια στιγμή, μπαίνει μια ομάδα γιατρών -ειδικευόμενοι και φοιτητές- με επικεφαλής την τότε διευθύντρια της Πνευμονολογικής, με τις ακτινογραφίες μου στο χέρι. Δεν μου μιλάει απευθείας, ωστόσο μιλά στην ομάδα της δείχνοντας τις ακτινογραφίες. “Εδώ έχουμε μια πραγματικά σπάνια περίπτωση, γυναίκα ασθενής, 26 ετών, με εικόνα πνευμονικής εμβολής. Βλέπετε εδώ τις αλλοιώσεις, τον έναν πνεύμονα τον σκεπάζουν πλήρως, τον άλλον κατά 90%. Αναπνέει από αυτό εδώ το κομμάτι χαμηλά, ναι, η εικόνα είναι εξαιρετικά κακή. Οι βλέννες το κάνουν αυτό, μας απαγορεύουν να δούμε σε βάθος, κάτω από τον δεξί πνεύμονα, ειδικά, θα μπορούσε να υπάρχει ακόμα κι ένας όγκος…”

Πόσο σημαντικό είναι το αυτονόητο. Πόσο πολύτιμο είναι να αναπνέεις. Δεν το είχα στο μυαλό μου ποτέ ως τότε. Εκείνες τις μέρες δεν σκεφτόμουν παρά μόνο αυτό.

Ο πανικός προστίθεται στον φόβο και τον αυξάνει εκθετικά. Τραβάω έναν νεαρό από το μανίκι. Μιλάω με φωνή που δεν βγαίνει. Αλλά ο τρόμος που νιώθω είναι μεγαλύτερος από τον πόνο στο στήθος. “Πείτε της πως δεν είμαι σε κώμα. Την ακούω και με τρομάζει.”

Λίγες ώρες μετά, διάγνωση (με λάθος αιτιολογία): πνευμονική εμβολή προκληθείσα από οξύ επεισόδιο ΧΑΠ.  ΧΑΠ σημαίνει χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια, και είναι μια κατάσταση που έχει ως μέσο ασθενή άνδρα, άνω των 65 ετών, που καπνίζει πολύ τουλάχιστον 30 χρόνια. Εγώ, ωστόσο, είμαι γυναίκα, 26 ετών που καπνίζω λίγο και σκάρτα δέκα χρόνια. Όλο λάθος. Αλλά ποιος ασχολείται;

Δύο ενδοφλέβιες δόσεις αντιβίωσης, οροί με αδιευκρίνιστα ζουμιά (μάλλον θρομβολυτικά, αλλά δεν παίρνω όρκο). Διάφορες εξετάσεις και μετρήσεις για τις οποίες ποτέ δεν πήρα επίσημη ενημέρωση. Πάντα πίστευα πως κάποιος έχει στηρίξει διδακτορικό στα στοιχεία της περίπτωσής μου. Μακάρι. Να έχει προκύψει και κάτι καλό από αυτήν την υπόθεση.

Υπομονή

Την επόμενη μέρα στο σπίτι, με μια τσάντα φάρμακα. “Η παραμονή στο νοσοκομείο δεν έχει να σας προσφέρει κάτι παραπάνω. Τα φάρμακα θα κάνουν τη δουλειά τους, αλλά θα δράσουν αργά, να το γνωρίζετε. Θα πρέπει να οπλίσετε τον εαυτό σας με υπομονή.”

Για την εβδομάδα που ακολούθησε, η λέξη υπομονή πήρε άλλη διάσταση στο μυαλό μου. Και κυρίως η λέξη πόνος. Μέχρι να αρχίσουν να δρουν τα φάρμακα, έμεινα σε κλίση, ούτε ξαπλωτή ούτε καθιστή, σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι. Σχεδόν κάθε κίνηση απαγορευμένη. Βιβλίο ούτε για αστείο, αλλά και η τουαλέτα, δοκιμασία. Κάθε απειροελάχιστη ανάσα μετακινούσε μικρά, κοφτερά γυαλάκια διάσπαρτα στους πνεύμονες -κάποιες στιγμές, μάλιστα, έφτανα ακόμα και 40 ανάσες το λεπτό. Και πάντα μέσα σε πόνο σχεδόν υπαρξιακό.

Κάθε μια από αυτές τις τόσες δα αναπνοούλες μου θύμιζε πόσο σημαντικό είναι το αυτονόητο. Πόσο πολύτιμο είναι να αναπνέεις. Δεν το είχα στο μυαλό μου ποτέ ως τότε. Εκείνες τις μέρες δεν σκεφτόμουν παρά μόνο αυτό.

Αλλεργική στο κάπνισμα

Η ας την πούμε επίσημη εξήγηση για την εμβολή -κάπως έπρεπε να υπάρχει μια εξήγηση για τα ανεξήγητα- ήταν πως ο οργανισμός μου είχε ένα είδος αλλεργίας στο κάπνισμα. Δεν το σήκωνε, κι αυτό σήμαινε πως η αντίδρασή του ήταν πολλαπλώς πιο έντονη όταν έφτασε στο μη περαιτέρω. Ήταν, μάλιστα, ένας από τους νεαρούς ειδικευόμενους γιατρούς που έμεινε λίγο παραπάνω όταν έφυγαν οι υπόλοιποι. Τον ακούω να λέει πως ήμουν πάρα πολύ τυχερή. Η εμβολή αυτή θα μπορούσε να με βρει μέσα στη θάλασσα, την ώρα που κολυμπάω, ή σε άλλη φάση, που δεν θα είχα χρόνο αντίδρασης. Θα έπρεπε, λοιπόν, να λέω ευχαριστώ. Και να κόψω το κάπνισμα. Χθες.

Η ανάμνηση του οξύτατου πόνου ήταν αρκετή για να με κρατήσει μακριά για 18 χρόνια. Σε όποιον με ρωτούσε, απαντούσα “δεν καπνίζω”, με την απόλυτη βεβαιότητα του ανθρώπου που δεν θα ξαναπάει κατα ‘κεί. Τόσα χρόνια μετά, θεωρούσα πλέον τον εαυτό μου “μη καπνίστρια”. Και το πίστευα ακράδαντα. Μέχρι το φθινόπωρο του 2021.

Δώσε ένα, ρε Άννα

Κάπνισα ξανά, μετά από 18 χρόνια, ένα βραδάκι χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Χωρίς κάποια εντυπωσιακή στεναχώρια που να δικαιολογεί αυτήν την εκρηκτικά βλακώδη κίνηση.

Όλα έγιναν τόσο απλά. “Δώσε ένα, ρε Άννα”. Φέρνω στο μυαλό τη φίλη μου να γουρλώνει τα μάτια της. Με ήξερε περίπου δέκα χρόνια, δεν με είχε δει ποτέ να καπνίζω και δεν είχε ιδέα πως κάπνιζα παλιά. Σε ό,τι την αφορούσε, δεν ήμουν “πρώην”, ήμουν “μη”, και σοκαρίστηκε όταν πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο της.

Αν με ρωτήσει κανείς γιατί το έκανα, η μόνη πιθανή εξήγηση που έχω είναι η βία. Ο εξαναγκασμός της εμβολής. Δεν είχα κόψει το κάπνισμα επειδή το θέλησα. Το είχα κόψει με φρικτούς πόνους στο νοσοκομείο, και υπό την απειλή του θανάτου. Αποτελεσματικός τρόπος σίγουρα, ωστόσο όχι δική μου απόφαση. Κι αυτό, μάλλον, ο εγκέφαλός μου το είχε καταγράψει πιο δυνατά ακόμα κι από τον πόνο.

Μη καπνιστές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα τους. Δεν ξέρουν πως είναι. Δεν τους αφορά τώρα, και δεν τους αφορούσε ποτέ. Για όλους εμείς τους υπόλοιπους, ισχύει το “πρώην”.

Δεν θα μιλήσω για εκείνη την ημέρα. Προφανώς δεν μου άρεσε. Προφανώς πνίγηκα στον βήχα. Και, όχι, δεν το ξανάρχισα συστηματικά. Από τότε, ωστόσο, παλινδρομώ. Καπνίζω όταν βγαίνω βράδυ. Μπορεί να κάνω ένα τσιγάρο στο γραφείο, αλλά στο σπίτι ποτέ, ευτυχώς. Έχω πάρει κι ένα από αυτά με τον ατμό. Δεν ξέρω αν είναι χειρότερο από το τσιγάρο ή όχι -βασικά, κανείς δεν ξέρει. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν ακόμα αρκετές μακροχρόνιες κλινικές μελέτες για να έχουμε όλοι έναν μπούσουλα. Πάμε στα τυφλά.

Στο κάπνισμα, άλλο μη και άλλο πρώην

Γιατί τα γράφω όλα αυτά τώρα; Επειδή έχω πάρει μιαν απόφαση. Να διακόψω το κάπνισμα. Και τους ατμούς, και τα ηλεκτρονικά, και τις τράκες από τα πακέτα των φίλων.

Κυρίως, αποφάσισα να σταματήσω να το παίζω “μη”. Επειδή δεν είμαι “μη”. Μη καπνιστές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα τους. Δεν ξέρουν πως είναι. Δεν τους αφορά τώρα, και δεν τους αφορούσε ποτέ. Για όλους εμείς τους υπόλοιπους, ισχύει το “πρώην”. Ήταν κάτι που κάναμε, και δεν κάνουμε πια. Μια συνήθεια που έχουμε αφήσει πίσω. Ηθελημένα ή αθέλητα. Το κάπνισμα μάς αφορά. Και αυτό θα ισχύει για πάντα, ακριβώς όπως ένας πρώην αλκοολικός έχει λόγους να έχει πάντα άμυνες απέναντι στο αλκοόλ. Επειδή είναι πρώην, ακόμα κι αν έχει να βάλει αλκοόλ στο στόμα του 20 χρόνια.

Είναι καλό να χρησιμοποιούμε τις σωστές λέξεις για να περιγράψουμε μια κατάσταση. Επειδή οι λέξεις έχουν σημασία. Και κρύβουν τη δύναμη που είναι απαραίτητη για να εστιάσει κανείς στη σωστή απόφαση.

Photo credit: Getty Images