Έρωτας είναι… θα περάσει!
![Έρωτας είναι… θα περάσει!](https://thefashionbible.gr/wp-content/uploads/2025/02/Melina_Mercouri_Getty-1024x1024.jpg)
Μετά τον έρωτα έρχεται η αποκάλυψη. Ότι ο θεός, ο μέγας, το αλλοτινό αντικείμενο του πόθου σου, είναι σήμερα απλώς ένας τύπος με κοιλίτσα, χιούμορ-κονσέρβα και τρεις γλάστρες στο μπαλκόνι.
Μικρές τον γράφαμε σε λευκώματα, μαζί με τσιτάτα του στυλ «Έρωτας είναι να τον αγαπάς περισσότερο απ’ όσο αγαπάς τον εαυτό σου.» ή «Έρωτας είναι να τον κοιτάς στα μάτια και να νιώθεις πως χάνεσαι.» Με κάτι τεράστια, ολοστρόγγυλα γράμματα, λες κι αν τον έγραφες μεγαλύτερο, θα κρατούσε και περισσότερο. Με κόκκινο της φωτιάς στυλό – γιατί το μπλε δεν ήταν αρκετά παθιάρικο – και τα αρχικά μας στριμωγμένα σε μια καρδιά με βέλος. Και πάντα, στην άκρη, ένα φιλί∙ αποτυπωμένα χείλη, κατακόκκινα, σαν visa εισόδου σ’ έναν κόσμο όπου ο έρωτας δεν τελειώνει ποτέ.
Πιο μεγάλες τον κυνηγούσαμε απεγνωσμένα. Στην πραγματικότητα ή τη φαντασία μας, σε πόλεις και νησιά, σε στρατηγικά οργανωμένες «τυχαίες» συναντήσεις, σε δρόμους και… ύποπτα σοκάκια, με 12ποντα και μίνι ή με πιτζάμες και μάσκα ματιών, δεν είχε σημασία. Αρκεί να τον πιάναμε, φτάνει να τον τσακώναμε. Μόνο του ή με άλλη; Μικρό το κακό. Το δράμα ήταν δεδομένο από τη στιγμή που αυτός μπορούσε να (επι)ζήσει – και μάλιστα να περνάει και καλά – χωρίς εμάς.
Και μετά άρχιζαν τα γιατί: Γιατί πήγε εκεί; Γιατί βγήκε με αυτούς; Γιατί δεν απάντησε; Γιατί απάντησε μονολεκτικά; Γιατί δεν μου είπε να πάω μαζί; Γιατί είπε «καληνύχτα» κι όχι «καλημέρα»; Γιατί όλος ο κόσμος μπορούσε να δει πόσο άξιες, πόσο όμορφες, πόσο υπερτέλειες ήμασταν… εκτός από αυτόν; Στο καπάκι έπεφτε η απάντηση-μανιφέστο της κολλητής: «Έλα μωρέ, δεν σε αξίζει.» Συμφωνούσαμε – οριακά για κανένα πεντάλεπτο -, πετούσαμε ένα «τέλος», κουνάγαμε το κεφάλι, πίναμε ένα μπουκάλι vodka για να συνέλθουμε, βάζαμε το καψουροτράγουδό (μας) στη διαπασών, καπνίζαμε μία κούτα τσιγάρα κι εξαντλημένες πέφταμε στα πατώματα.
Και το επόμενο πρωί; Φτου κι απ’ την αρχή. Ο μαραθώνιος του έρωτα είχε τα πάντα. Εκτός από γραμμή τερματισμού. Μέχρι να βαρεθείς. Ή μέχρι να θυμηθείς ποια ήσουν πριν αρχίσεις να τον κυνηγάς.
Λίγο μεγαλύτερες, το πήραμε πρέφα το παιχνίδι. Ο μαραθώνιος έγινε κατοστάρι. Κι από θαυμάσιος αυτοκαταστροφικός μηχανισμός, ο έρωτας μετατράπηκε σε μάχη επιβίωσης. Τα τσιτάτα των λευκωμάτων ξεθώριασαν. Τη θέση τους πήραν τα «αν δεν με θέλεις μία, δεν σε θέλω δέκα», «υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια».
Η μουσική άλλαξε σκοπό: «Δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο». Κάτι «και αν…», κάτι «ίσως» και κάτι σενάρια που ούτε ο Νόλαν δεν θα έγραφε δεν έφταναν για να μας γυρίσουν πίσω. Τα δάκρυα έγιναν αστεία μεταξύ φίλων, οι μεγάλες εξομολογήσεις βγήκαν από τη μόδα. Το δράμα μετατράπηκε σε συνειδητή επιλογή – μέχρι ενός σημείου. Το «θα περιμένω να στείλει», κανόνας αυστηρότερος κι από φορολογικό νομοσχέδιο, το «όχι, δεν θα στείλω» σιδηρόφρακτη απόφαση. Δεν είχαμε χρόνο για παρακάλια, για σκηνές από ταινίες του Κακογιάννη. Τον είχαμε δει τον έρωτα , τον είχαμε ζυγίσει, τον είχαμε χορτάσει. Και, προς έκπληξή μας, ζούσαμε μια χαρά και χωρίς στομαχόπονο.
Κι αληθινά μεγάλες; Ω! Αληθινά μεγάλες ήρθε η απόλαυση. Μαζί με την απομυθοποίηση. Και με γέλια. Πολλά και τρανταχτά. Πολλές φορές κοιτάζουμε πίσω και δεν μπορούμε να πιστέψουμε σε τι γελοιότητες φτάσαμε. Και για ποιον. «Τον είδα κοντά στο σπίτι μου», μου είπε προχθές μια φίλη »Αυτόν για τον οποίο έκοβα κάποτε φλέβες. Τι χαζή που ήμουν, μα τι χαζή! Καλέ, να τον λυπάσαι είναι…».
Αλλά έτσι πάει συνήθως. Μετά τον έρωτα έρχεται η αποκάλυψη. Ότι ο θεός, ο μέγας, το αλλοτινό αντικείμενο του πόθου σου, είναι σήμερα απλώς ένας τύπος με κοιλίτσα, χιούμορ-κονσέρβα και τρεις γλάστρες στο μπαλκόνι. Ότι δεν ήταν ούτε τόσο γοητευτικός, ούτε τόσο σκοτεινός, ούτε τόσο ιδιαίτερος. Ότι ο έρωτας μεγεθύνει το αντικείμενο και στραβώνει το υποκείμενο. Κι ότι τα βλέμματα που αναλύαμε με τις ώρες, τα μηνύματα που αποκρυπτογραφούσαμε σαν να ήταν κώδικας της CIA, οι άυπνες νύχτες, οι φίλες που πρήξαμε, τα «τι εννοούσε;» που έγιναν εθνικό ζήτημα – όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα ήταν απλώς μια κακογραμμένη φάρσα με πρωταγωνίστριες εμάς. Όχι δική τους. Δική μας. Ναι, ναι! Σε σένα το λέω που έχεις το θράσος τώρα πια να με ρωτάς «Μήπως θυμάσαι πώς τον λένε;». Εντάξει… Και σε μένα…
Φωτογραφία: William Lovelace/Express/Hulton Archive/Getty Images
Διαβάστε ακόμη: Κορίτσια από καρμπόν