Ακούμπησε στον καναπέ το κουτί με τις ενέσεις της εξωσωματικής. «Αυτή θα είναι η τελευταία φορά», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Δεν αντέχω άλλο.» Δεν υπήρχε δράμα στη φωνή της, μόνο μια ήρεμη παραίτηση, ο αντίλαλος μιας αντοχής που είχε κουραστεί να αναμετριέται με την ελπίδα. Ήταν πράγματι η τελευταία φορά. Εκείνη το ήξερε• οι άλλοι συνέχιζαν να παριστάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, ρωτώντας με το γνωστό χαμόγελο, την πιο σκληρή μορφή αδιακρισίας καμουφλαρισμένη σε ενδιαφέρον: «Και πότε, με το καλό, το παιδάκι;» Το παιδάκι. Με άρθρο. Δεδομένο, συγκεκριμένο κι αδιαπραγμάτευτο, μπροστά σε κάθε αντικειμενικό «δεν μπορώ» ή υποκειμενικό «δε θέλω».

Εκείνη δεν απαντούσε ποτέ. Κι όσο δεν απαντούσε, τόσο φούντωνε γύρω της η φωτιά της κοινωνικής πυράς, αυτής που κάνει στάχτη όσες γυναίκες δεν χωρούν στο σχήμα «παντρέψου, γέννα, γίνε μία από εμάς». Τη βάφτισαν εγωίστρια• από πάντα, έλεγαν, σκεφτόταν μόνο τον εαυτό της. «Πώς να κοιτάξει ένα παιδί;» Στο σταυρόλεξο της «ατεκνίας της», που με λύσσα πάσχιζαν να λύσουν, μπήκε μετά η λέξη καριέρα. «Από μικρή το μόνο που την ένοιαζε ήταν να πετύχει επαγγελματικά. Με τέτοια φιλοδοξία, πού καιρός για οικογένεια;» Και όταν ούτε αυτό τους έφτανε, σαν χαρτορίχτρες της κακιάς ώρας άρχισαν να ρίχνουν πάνω της το δέκα σπαθί. «Αν δεν του χαρίσει ένα παιδάκι, θα την χωρίσει. Και τότε τι θα κάνει η καημένη; Θα μείνει και χωρίς άντρα και χωρίς παιδί…»

Αυτά, από γυναίκες για γυναίκα. Από τις ολοκληρωμένες για την ανολοκλήρωτη. Από τις γεμάτες για την άδεια. Από τις ευλογημένες για την υπόλογη. Από τις περιούσιες για την άκληρη. Και για τους άντρες; Για τους άντρες μιλιά. Νιέντε. Μόκο. Τίποτα. Γιατί ένας άντρας χωρίς παιδιά είναι απλώς ένας άντρας. «Είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του», «δε βρήκε τη σωστή», «έχει καιρό ακόμη». Οι γυναίκες δεν έχουν καιρό. Έχουν ρολόι. Ένα εκκρεμές που χτυπά πάνω απ’ το κεφάλι τους, μετρώντας τη γονιμότητά τους. Κι αν σταματήσει, έχασαν. Οι άντρες έχουν πάντα περιθώρια. Οι γυναίκες μόνο προθεσμίες. Πακέτο με κατηγορίες και εικασίες.

Σε αυτές ακριβώς τις κατηγορίες και τις εικασίες απάντησε τις προάλλες η κατά κόσμον «εγωίστρια», «εργασιομανής» και «παρατημένη από τον Brad Pitt επειδή δεν ήθελε οικογένεια» Jennifer Aniston, μιλώντας στο βρετανικό Harper’s Bazaar. «Δεν ξέρετε την ιστορία μου, ούτε τι πέρασα τα τελευταία είκοσι χρόνια για να κάνω παιδί, γιατί πολύ απλά δεν έβγαινα έξω να μιλάω για τα ιατρικά μου προβλήματα. Δοκίμασα τα πάντα, από εξωσωματικές μέχρι κινέζικα βότανα, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Έπεσα ολόκληρη σε αυτή τη μάχη. Στα τριανταπέντε και στα σαράντα μου πέρασα πολύ δύσκολα. Αν δεν τα είχα περάσει, δεν θα είχα γίνει αυτό που είμαι. Ναι, αυτό το πλοίο το έχασα. Αλλά δεν μετανιώνω.»

Η Jennifer Aniston δεν μίλησε μόνο για τον εαυτό της. Μίλησε για όλες τις «ανάξιες κόρες» που τόλμησαν να υπάρξουν έξω από τη μήτρα του αναπαραγωγικού αφηγήματος. «Δεν ήξεραν την ιστορία μου», είπε. Και μέσα σ’ αυτή τη φράση καθρεφτίστηκαν χιλιάδες άλλες ιστορίες, εκείνων που δεν ακούστηκαν ποτέ. Ιστορίες γυναικών που πόνεσαν σιωπηλά μέσα σε ιατρεία και δωμάτια αναμονής, που βρέθηκαν αντιμέτωπες με βλέμματα απορίας, λύπησης ή κατηγορίας, που προσπάθησαν και δεν τα κατάφεραν. Σ’ αυτό το «δεν ήξεραν την ιστορία μου» καθρεφτίστηκε όμως ακόμη περισσότερο το αλλόκοτο ταλέντο αυτής της αλλόκοτης κοινωνίας να ρωτά, να κρίνει, να ταξινομεί και να πλάθει πάνω σου χαρακτηριστικά που δεν έχεις και καταστάσεις που δεν έζησες. Γιατί αν δεν τα καταφέρεις, είσαι «εργασιομανής». Αν δεν προσπάθησες αρκετά, είσαι «εγωίστρια». Κι αν δεν απολογηθείς, είσαι εκ προοιμίου ένοχη. Κανείς δεν σκέφτεται πως μπορεί απλώς να είσαι άνθρωπος, που δεν θέλησες να εκφράσεις τον πόθο σου για ένα παιδί, δεν γούσταρες να κάνεις βούκινο τον πόνο σου, faille volant τις προσπάθειές σου και ντουντούκα την κούρασή σου. Ή πως το σώμα σου δεν συνεργάστηκε, ή το μυαλό σου λύγισε, ή η ζωή είχε απλώς άλλα σχέδια για σένα.

Γι’ αυτό όλοι, και κυρίως όλες εσείς οι μανούλες που δεν ξέρετε την ιστορία μιας γυναίκας, καλύτερα να μη ρωτάτε «πότε, με το καλό, το παιδάκι;». Κι ακόμη καλύτερα, να μη σκαρώνετε σενάρια για το γιατί δεν ήρθε, ποιος φταίει ή τι της λείπει.

Μια γυναίκα που δεν έκανε παιδιά δεν είναι για λύπηση, όπως ακριβώς κι εκείνη που δεν θέλησε να κάνει, δεν είναι για δίκη.

Γιατί μια γυναίκα μπορεί να γεμίζει τον κόσμο χωρίς να τον αναπαράγει. Με την καλοσύνη της, με τις ιδέες της, με τα έργα της, με τη φροντίδα και την αγάπη της απέναντι σε παιδιά που γεννήθηκαν από μάνες που δεν τα αγάπησαν ποτέ. Και κάτι ακόμη: η σιωπή της δεν είναι κενό. Είναι όριο. Το τελευταίο της ανάχωμα απέναντι στην αδιακρισία που παριστάνει το ενδιαφέρον και στη μικρότητα που υποδύεται το νοιάξιμο. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται δύσκολα να τα καταλάβεις, κράτα μόνο αυτό. Μια γυναίκα δεν σου χρωστά τίποτα. Ούτε εξηγήσεις, ούτε παιδιά!