Τη νάρκη τη γνωρίζεις από παιδί. Είναι τοποθετημένη στο σαλόνι του πατρικού σου που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ανοίγει και στολίζεται, καμουφλάζ με λινά τραπεζομάντηλα, ασημένια μαχαιροπήρουνα, κρυστάλλινα ποτήρια, λαμπάκια παντού και το καλό σερβίτσιο που βγαίνει από τον μπουφέ μία φορά τον χρόνο, μη και το ματιάσουμε. Κι ότι θα την πατήσεις (τη νάρκη) το ξέρεις, αλλά για έναν κοσμογονικά ανεξήγητο λόγο υπερτερεί η ψευδαίσθηση ότι «Φέτος όλα θα κυλήσουν ήρεμα». Φοράς μέσα σου κι έξω σου τα καλά σου, αγοράζεις τα γλυκά και τα κρασιά σου, ικετεύεις τα παιδιά σου «Ελάτε τώρα, μια φορά τον χρόνο τη βλέπετε τη θεία Ευφροσύνη», και στο τσεπάκι της τσάντας χώνεις προληπτικά και τα ηρεμιστικά σου.

Διαβάστε ακόμη: Θυμάσαι εκείνα τα Χριστούγεννα;

Χτυπάς κουδούνι, κάνεις μετάνοια και σταυρό. Δεν πιάνει. Η σταύρωση αρχίζει με το καλησπέρα. «Έλα παιδί μου, αργήσατε. Είναι εδώ ο παππούς, ο θείος, η θεία, τα ξαδέλφια. Φέρανε και το μωράκι, μία κούκλα είναι. Κάθε χρόνο εσάς περιμένουμε όλοι». Δεν απαντάς. Κάνεις τον βλάκα με ένα «Συγγνώμη μαμά, είχε κίνηση», χάνεσαι σε αγκαλιές και σε φιλιά, και σε «Βρε πώς μεγάλωσαν έτσι τα παιδιά», «Τι τάξη πάτε τώρα πουλάκια μου;» «Πολύ κοντή η φούστα σου βρε Ρομίνα μου, με τέτοιον ψόφο, θα κρυώσεις κορίτσι μου, αλλά σου πάει», «Καλέ, βάλτε τηλεόραση έχει μουσικό πρόγραμμα», «Όχι τηλεόραση, θα με πιάσει πονοκέφαλος, κλασική μουσική καλύτερα», «Καθίστε γιατί θα κρυώσει το φαγητό».

Καθόμαστε. Κάθεται κι η γαλοπούλα αχνιστή, τα ποτήρια γεμίζουν και πριν προλάβεις να πιάσεις πιρούνι αρχίζει το γνώριμο ρεφρέν του οικογενειακού savoir-vivre. «Μην πιάνεις το σαλάμι με τα χέρια, παιδί μου, δεν σου έχει μάθει τρόπους η μάνα σου;», «Άσε το παιδί να κάνει το κέφι του», «Φέρε την καρέκλα πιο μπροστά και ίσιωσε την πλάτη σου, πουλάκι μου», «Πού στέλνεις μήνυμα τώρα;». «Έλεος με αυτά τα κινητά, κλείστε τα να μιλήσουμε», «Ωραία θα περάσουμε και φέτος», λέει κάποιος δυνατά, κανείς δεν τον πιστεύει. Οι ελληνικές οικογενειακές εντάσεις, επιμελώς διπλωμένες μέσα στις λινές πετσέτες, ξεπετάγονται στο πρώτο κιόλας τσούγκρισμα και το τραπέζι δεν είναι πια τραπέζι αλλά καπάκι χύτρας έτοιμο να εκραγεί.

«Βρε Κώστα μου, μην τρως τόσα λουκάνικα, έχεις χοληστερίνη». «Παράτα με, μην πω καμιά κουβέντα μέρες που είναι, ό,τι γουστάρω θα φάω». «Εγώ για το καλό σου το λέω». «Παράτα με είπα». Χαμογελάς. «Πολύ κόκα κόλα πίνουν τα παιδιά, κι εσύ το τσούζεις το κρασάκι, είναι το τρίτο ποτήρι που πίνεις». Ξαναχαμογελάς, ικετεύοντας τον θεό Διόνυσο να κάνει το θαύμα του και να κατσικωθεί στη διπλανή σου θέση γιατί νηφάλια δεν βγαίνει αυτή η βραδιά, μόνο που αντί για τον Διόνυσο σου σκάει ο Θουκυδίδης παρέα με τον Karl Marx και τον Max Weber, και μαζί τους η αιώνια συζήτηση για το τι φταίει, ποιος πρόδωσε ποιον και γιατί η Ελλάδα δεν θα σωθεί ποτέ. Και τότε το χαμόγελο παγώνει.

Διαβάστε ακόμη: Να τα πούμε; 

«Δεν είχαμε πει ότι δεν θα μιλήσουμε φέτος για πολιτική;» πετάγεται η μαμά. Μάταια. Ο θείος ήδη αγορεύει. Φωνές μπερδεύονται, προτάσεις ξεκινούν και δεν τελειώνουν ποτέ, «Τα λένε όλα τα κανάλια», «Ποια κανάλια ρε», «Εσύ τους πιστεύεις;», «Εγώ τα έζησα αυτά», «Τι έζησες ακριβώς;», «Άσε μας τώρα», πιρούνια μένουν μετέωρα, ποτήρια γεμίζουν χωρίς να αδειάζουν, κάποιος μιλάει πάνω σε κάποιον άλλον που μιλάει πάνω σε κάποιον τρίτο, ρίχνεις κλωτσιές στον άντρα σου κάτω από το τραπέζι για να σταματήσει, δεν πιάνει, του ρίχνεις βλέμμα φονικά, πάλι δεν πιάνει, ούτε η τσιμπιά πιάνει, η γαλοπούλα κολλάει στον λαιμό και στο στομάχι. «Μην φωνάζετε έτσι μπροστά στα παιδιά», λέει η θεία ουρλιάζοντας, και τότε τα παιδιά, που μέχρι πριν λίγο βαριόντουσαν και ρωτούσαν πότε θα φάνε γλυκό, ξυπνάνε, μυρίζονται αίμα και χαβαλέ και παίρνουν ρόλο, «Εμένα πάντως μου φαίνονται όλοι τους λίγοι», σιωπή μισού δευτερολέπτου, πανικός, «Τι ιστορία σας μαθαίνουν στο σχολείο;», «Μην μπλέκεις τα παιδιά», «Τα παιδιά έχουν άποψη», «Ποια άποψη μωρέ, παιδάκια είναι», «Τι παιδάκια καλέ; Στις επόμενες εκλογές ψηφίζουν. Να μάθουν λοιπόν ποιοι κατέστρεψαν τη χώρα». Κάποιος ζητάει ησυχία, κάποιος άλλος ζητάει ψωμί, κανείς δεν παίρνει τίποτα, κάποιος σηκώνεται, κάποιος κάθεται απότομα, κάποιος μονολογεί «Μην τσακώνεστε τώρα», κάποιος χτυπάει το τραπέζι δυνατά.

Ανάβω τσιγάρο. «Έξω το τσιγάρο. Ενοχλεί», λέει ο παππούς. Συνηγορούν θείοι, θείες και γιαγιάδες. Οι ίδιοι άνθρωποι που στα νιάτα τους, στο ίδιο ακριβώς τραπέζι, ίσα που φαινόντουσαν απέναντί σου από τα σύννεφα καπνού. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Και σώζομαι. Με ένα τσιγάρο, ένα παλτό στους ώμους και τη βεβαιότητα ότι, αν υπήρχε ψηφοφορία για το πού αντέχονται οι οικογενειακές εορταστικές μαζώξεις, το μπαλκόνι θα έβγαινε πρώτο με διαφορά. Τινάζω τη στάχτη και επιστρέφω στη μπούρμπερη.

Η θεία γεμίζει κάτι μικροσκοπικά ποτηράκια με λικέρ βύσσινο «Για σένα το έφτιαξα τζιέρι μου, ξέρω πόσο πολύ σου αρέσει», η γιαγιά κόβει το γλυκό σε κομμάτια λίγο πιο μεγάλα για τα παιδιά, ο παππούς ανάβει πούρο γιατί αυτό είναι «Άλλο από το τσιγάρο και επιτρέπεται», δώρα πάνε κι έρχονται μαζί με ευχές «Και του χρόνου να είμαστε καλά», καθισμένοι στο ίδιο τραπέζι, με όλα τα στραβά μας, τις διαφωνίες, τις στεντόρειες φωνές και την πελώρια αγάπη που μας έκανε, μας κάνει και θα μας κάνει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες οικογένεια. Αθάνατη. Κι ελληνική…

Photo credit: Getty Images / Creative: Ανδρέας Κωστόπουλος