Δεν φταίνε οι λέξεις αλλά η αλήθεια τους

Δεν είναι οι λέξεις που σοκάρουν. Είναι η αλήθεια που κουβαλούν. Κι όσο πιο πολύ μας αγγίζει, τόσο περισσότερο τη βαφτίζουμε "χυδαία".
Υπάρχουν λέξεις που δεν επιτρέπεται να λέμε. Όχι γιατί είναι λανθασμένες, αλλά γιατί θεωρούνται «κακές». Όχι γιατί βλάπτουν ακριβώς, ίσως την αισθητική των σεμνότυφων, αλλά γιατί ενοχλούν. Και η ενόχληση αυτή σπάνια έχει να κάνει με τη σημασία των λέξεων. Έχει να κάνει με το πώς μας φέρνουν αντιμέτωπους με κάτι που προτιμάμε να αποφεύγουμε: το αληθινό, το άβολο, το ωμό.
Διαβάστε ακόμη: Η κατάρα της Finos Films
Κι έτσι, μαθαίνουμε να προσέχουμε. Mην πούμε κάτι και «ακουστεί άσχημο». Όχι γιατί είναι. Αλλά γιατί μπορεί να φέρει κάποιον άλλον σε αμηχανία. Μια λέξη να του φανεί «σκληρή», «άκομψη», «χοντροκομμένη», «άβολη». Δηλαδή: αληθινή.
Οι λέξεις δεν είναι μόνο θέμα καλής ανατροφής. Είναι θέμα φόβου. Φόβου μπροστά σε ό,τι δεν μπορεί να εξευγενιστεί. Ο θάνατος, το σώμα, το σεξ, η απελπισία, η οργή, η μοναξιά, ο πόνος, η επιθυμία. Όλα αυτά είναι πιο εύκολα αν τα ντύσεις με ένα «λίγο άβολο, αλλά διαχειρίσιμο» λεξιλόγιο.
Διαβάστε ακόμη: Λιωμένο παγωτό στο χέρι…
Λέξεις όπως «γαμώτο», «άι στο διάολο», «έλεος πια», «την τύχη μου μέσα» ή ακόμα και ένα κοφτό «φτου!» μοιάζουν όλο και πιο βαριές για το τραπέζι, για το γραφείο, για την παρέα. Λες και ο κόσμος δεν αντέχει το βάρος των συναισθημάτων. Δεν αντέχεις να πεις ένα «σκατά τα έκανα» χωρίς να παγώσει η ατμόσφαιρα. Δεν χωράει ούτε ένα «παράτα με τώρα», ένα «δεν μπορώ άλλο», ούτε καν ένα «άι σιχτίρ». Λες και πρέπει να είμαστε πάντα ευγενικοί, μετρημένοι, «καθωσπρέπει». Να μιλάμε σε τόνο ουδέτερο, να λέμε «δύσκολη μέρα» αντί για «θα τρελαθώ».
Αλλά υπάρχουν στιγμές που ένα βουβό «γαμώ την τύχη μου» λέει περισσότερα από χίλια κόσμια λόγια. Που το «έχω σαλτάρει» είναι πιο τίμιο από ένα «νιώθω μια μικρή κόπωση». Που θέλεις να φωνάξεις «άντε πνίξου» ή να ψιθυρίσεις ένα ξεψυχισμένο «αηδίασα με όλα» και να μη χρειάζεται μετά να ζητήσεις συγγνώμη.
Η «αισθητική» της γλώσσας μας έχει γίνει άλλοθι για να κρύψουμε το δυσάρεστο, το αμήχανο, το δύσκολο. Η «ωραιοποίηση» δεν είναι πάντα άσχημη ή αθώα. Είναι όμως προβληματική όταν απομακρύνει τη γλώσσα από την πραγματικότητα και τη μετατρέπει σε μια σειρά ευφημισμών που κουράζουν την αλήθεια και τη βαφτίζουν «χυδαία».
Η πραγματική ομορφιά δεν είναι να αποκρύπτεις το συναίσθημα ή το γεγονός, αλλά να το αντιμετωπίζεις με ειλικρίνεια κι αυτό απαιτεί θάρρος, όχι ωραιοποίηση.
Μου έχουν πει «μιλάς πολύ ωμά» όταν θυμώνω. Ή όταν έχω απογοητευτεί από τους ανθρώπους. Ακόμη κι όταν δεν χρησιμοποιώ καμία “κακή” λέξη, με κοιτάζουν σαν να βλαστήμησα. Γιατί μερικές φορές η πιο χυδαία λέξη είναι η ειλικρίνεια.
Δεν είναι ότι δεν αντέχουμε τις λέξεις. Είναι ότι δεν αντέχουμε την πραγματικότητα. Το «είμαι μόνος». Το «δεν ξέρω ποιος είμαι». Το «ναι, θέλω». Το «όχι, δεν μπορώ άλλο». Το «δεν με νοιάζει». Το «πονάω». Το «βαρέθηκα να προσπαθώ». Το «σε μισώ».
Όχι, δεν σοκαριζόμαστε από τις λέξεις. Από την αλήθεια σοκαριζόμαστε. Κι όταν μια λέξη δεν κρύβει τίποτα, αλλά ξεγυμνώνει τα πάντα, την πετάμε στο καλάθι με τις “χυδαίες” από μια καλυμμένη ή και προσποιητή σεμνοτυφία.
Αλλά εγώ, όσο μεγαλώνω, μαθαίνω να τις αγαπώ αυτές τις λέξεις. Τις άβολες. Τις άκομψες. Τις “κακές”. Γιατί δεν με πρόδωσαν ποτέ. Είναι αυτές που κουβαλούν το βάρος, την εμπειρία, την ειλικρίνειά μου. Δεν υπάρχουν από πίσω ψιλά γράμματα ή δεύτερες σκέψεις. Είναι αυτές που είναι, έτσι όπως λέγονται, χωρίς τίποτα πάνω τους. Γυμνές και ολοκάθαρες.
Και όχι, δεν χρειάζεται να αλλάξουμε τις λέξεις αλλά τον τρόπο να ακούμε. Να μην φοβόμαστε την ευθύτητα, την ένταση, το ανθρώπινο και να σταματήσουμε να λέμε «μη λες τέτοια». Γιατί κάθε φορά που εξορίζουμε μια λέξη, που την ψαλιδίζουμε, κόβουμε κι ένα σημαντικό κομμάτι αυθεντικότητας. Και κάπου εκεί, χανόμαστε στη… μετάφραση, χάνοντας τη δυνατότητα να επικοινωνούμε δυνατά και αληθινά.