Να τα πούμε;
Κάποτε τα κάλαντα ήταν η πρώτη μας μεγάλη έξοδος στον κόσμο. Χωρίς σχέδιο, χωρίς συνοδεία, χωρίς υπολογισμούς. Ένα «πάμε κι ό,τι βγει». Σήμερα μεγαλώνουμε παιδιά που τα μάθαμε πρώτα να υπολογίζουν και μετά να φοβούνται. Κι όμως, ένα «Να τα πούμε;» αρκεί για να ανοίξει ο κόσμος. Πόρτες και καρδιές.
Προπαραμονή Χριστουγέννων, βράδυ. Το δέντρο φωτισμένο, το τζάκι αναμμένο, κάστανα στη φωτιά, δώρα σκορπισμένα στο πάτωμα, γούρια κρεμασμένα στα πόμολα, το φαγητό σχεδόν έτοιμο. «Ελάτε βρε παιδιά να καθίσουμε όλοι μαζί». «Κάτσε μαμά, έχουμε σοβαρή δουλειά τώρα». Στο ένα τους χέρι μια κόλλα χαρτί, στο άλλο ένα στυλό. Τσιμπιέμαι και σταυροκοπιέμαι. Δεν μπορεί, σκέφτομαι, να θέλουν να διαβάσουν τέτοια μέρα, τέτοια ώρα. Στήνω αυτί έξω από το δωμάτιο.
Διαβάστε ακόμη: Θυμάσαι εκείνα τα Χριστούγεννα;
«Άκου», λέει ο γιος μου, «ξεκινάμε στις οκτώ με τη γειτονιά και πάμε μόνο Πανί, που μένουν πλούσιοι». «Οκτώ; Πας καλά; Θέλω να κοιμηθώ λίγο. Άσε που οι περισσότεροι πλούσιοι είναι τσιγκούνηδες. Δέκα πάμε», απαντάει η κόρη μου. «Ρε, δεν βγαίνει το πρόγραμμα αν ξεκινήσουμε δέκα. Έχουμε να πάμε και στη γιαγιά, όλο και κάτι καλό θα δώσει, μετά στον παππού τον Θανάση που δίνει πιο πολλά και μετά στον θείο τον Βασίλη που ξηγιέται κατοστάρικο…». «Ρε, ξέχασες τη θεία την Εύα και την Ειρηλένα. Η μία είναι Ψυρρή, η άλλη Βουλιαγμένη. Αγχώθηκα τώρα. Πώς θα τους προλάβουμε όλους;» «Θα μας πάει με το αυτοκίνητο η μαμά. Για να βγάλουμε το πεντακοσάρικο θέλει πρόγραμμα και μέθοδο. Μέτρα αποστάσεις και χιλιόμετρα να το οργανώσουμε σωστά. Αλλιώς φαλιρίσαμε».
Διαβάστε ακόμη: Last Christmas, this Christmas…
Απομονώνω φράσεις. «Θα μας πάει με το αυτοκίνητο η μαμά». «Το πεντακοσάρικο θέλει πρόγραμμα και μέθοδο». «Αλλιώς φαλιρίσαμε». Κι έτσι, μόνη κι έρημη, ταξιδεύω προπαραμονή Χριστουγέννων στα κάλαντα της δικής μου εποχής. Τότε που αν ξυπνούσα τη μάνα μου και της έλεγα να με πάει με το αυτοκίνητο για να τα πω, θα μου έλεγε ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι. Κι αν πρότεινα στην κολλητή μου, τη Βασιλικούλα, να καταστρώσουμε οργανόγραμμα, το πιο πιθανό είναι πως θα μου πέταγε το τρίγωνο, για να τελειώνουμε.
Τα κάλαντα τότε δεν ήταν σχέδιο. Ήταν ξυπνητήρι πριν ακόμη φέξει, κρύο που τρύπωνε στα μανίκια, χνώτο να γινόταν αχνός, περπάτημα ατελείωτο, τρένα και λεωφορεία, χαμένος προσανατολισμός σε γειτονιές που δεν είχαμε ξαναπατήσει. Ήταν πόρτες που άνοιγαν νυσταγμένα, «πείτε τα, παιδάκια μου», ένα νόμισμα στο ένα χέρι, μελομακάρονα και κουραμπιέδες στο άλλο, «και του χρόνου να μας ξανάρθατε». Και, σπάνια, μια απρόσμενη κραυγή ευτυχίας: «μην την ξεχάσουμε αυτή την καλή κυρία για του χρόνου. Μας έδωσε πενηντάρικο». Ήταν η γειτόνισσα που σε τράβαγε από το μανίκι για το «καλό» και εκείνη η αθώα βεβαιότητα ότι τίποτα κακό δεν μπορεί να σου συμβεί. Ήταν γιορτή και ελευθερία. Δεν μας έψαχνε κανείς, δεν ανησυχούσε κανείς. Δεν υπήρχαν κινητά, ούτε ειδοποιήσεις. Υπήρχε μόνο ο δρόμος, το τραγούδι και μια πόλη που εκείνη τη μέρα ανήκε μόνο στα παιδιά. Τα κάλαντα τότε δεν ήταν στόχος. Ήταν μια μικρή δοκιμασία ζωής: να σταθείς μπροστά σε έναν άγνωστο, ακόμη κι αν έτρεμε η φωνή σου. Να χτυπήσεις το κουδούνι, να αντέξεις τη σιωπή, να ορθώσεις το βλέμμα, να ισιώσεις το φάλτσο, να μην τρυπώσει η αμηχανία στον στίχο όταν σου έλεγαν «πιο δυνατά!». Ήταν το πρώτο μας μάθημα επαφής με τον κόσμο, που περνούσαμε χωρίς να το ξέρουμε. Το κέρδος ερχόταν τελευταίο. Πρώτα ερχόταν η χαρά. Στο τέλος, η «καταμέτρηση». Σε κάποιο πεζοδρόμιο, σκυμμένες πάνω από τις ανοιχτές παλάμες, να ξεχωρίζουμε τα ψιλά σαν να μετράμε θησαυρό. Πλούσιες μέχρι το πρώτο περίπτερο που θα βρίσκαμε μπροστά μας.
Τι έγινε και φτωχύναμε έτσι, κι εκείνο το «Καλήν ημέραν άρχοντες» έχασε το νόημα και τον σκοπό του, έγινε μπίζνα κι αδιέξοδο, αγωνία και τρόμος;
Δεν άλλαξαν οι εποχές. Εμείς τους αλλάξαμε τα φώτα. Μαζί και τα χριστουγεννιάτικα. Στα χρόνια της ευμάρειας οι δρόμοι ξαφνικά μίκρυναν, φτάνοντας μέχρι το σπίτι της γιαγιάς, του παππού, του σογιού. Και τα κάλαντα, από τελετουργία εξόδου στον κόσμο, έγιναν απλώς μια στάση στο οικογενειακό πρόγραμμα των γιορτών, με εύκολο και γρήγορο χρήμα. Οι άρχοντες αποφανθήκαμε ότι τα καμάρια μας δεν έχουν ανάγκη να λιώσουν σόλες για να το αποκτήσουν. Πάει κι ο κόπος, πάει κι η περιπέτεια, πάει και το χνώτο, πάνε και τα γέλια, πάει και η μοιρασιά, θυσία στον ρυθμό του «όλα δικά σου, μάτια μου».
Πιο μετά, οι δρόμοι κρίθηκαν επικίνδυνοι και η επιθεώρηση «οικογενειακά κάλαντα» άρχισε να ανεβαίνει σχεδόν σε κάθε γειτονιά. Να ανοίγεις την πόρτα σου και να αντικρίζεις, μαζί με το παιδί, τη μαμά, τον μπαμπά, ενίοτε και τη νταντά, γιατί κυρία μου «ζούμε σε άγριες εποχές», και να μην ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις, να κλάψεις ή να τους κλείσεις την πόρτα στα μούτρα. Κι αργότερα, οι δρόμοι άδειασαν, γιατί τα παιδιά μας βαρέθηκαν. Όχι τα κάλαντα. Εμάς. Την ευκολία μας, τους φόβους μας, τους κανόνες μας, τις διαδρομές που τους χαράξαμε για να τις περπατήσουμε χεράκι χεράκι. Την ανάγκη μας να είναι όλα ασφαλή, προβλέψιμα, τακτοποιημένα. Τη στερημένη αίσθηση ότι ο κόσμος είναι, έστω και για λίγο, δικός τους. Και ίσως πολύ καλύτερος απ’ όσο εμείς οι μεγάλοι πιστεύουμε.
Ανοίγω την πόρτα του δωματίου χωρίς να χτυπήσω. «Αύριο δεν μπορώ να σας πάω για κάλαντα». Με κοιτάζουν σαν να είμαι μια άλλη. Είμαι μια άλλη. «Και πώς θα πάμε;» «Με τα πόδια, με το τρένο, με το λεωφορείο. Όπως πηγαίναμε εμείς». «Κι αν κάνει κρύο;» «Να ντυθείτε». «Κι αν χαθούμε;». «Θα βρεθείτε». Κλείνω την πόρτα πίσω μου και σκέφτομαι πως ίσως από αυτά τα Χριστούγεννα κάτι αλλάξει. Μαζί με εκείνο το «να τα πούμε;» που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί…
Photo credit: Μουσείο Μπενάκη / Creative: Ανδρέας Κωστόπουλος
Πηνελόπη Παπανικολάου