Στο Αιγαίο υπάρχει ένα νησί που δεν εμφανίζεται συχνά στους χάρτες του τουρισμού, κι όμως έχει φιλοξενήσει προσωπικότητες, μυστικά και όνειρα ολόκληρων δεκαετιών. Η Σπετσοπούλα, το ιδιωτικό νησί του Σταύρου Νιάρχου, είναι κάτι περισσότερο από γη και νερό. Είναι κομμάτι ενός μύθου που παραμένει αλώβητος στο χρόνο.

Διαβάστε ακόμη: Ποιος θα ήταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης χωρίς τις γυναίκες του;

Με αφορμή τον επικείμενο γάμο του Νικόλαου Νιάρχου & της Malù Dalla Piccola που θα γίνει το Σάββατο 28 Ιουνίου 2025 στο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα στη Σπετσοπούλα, παρουσία περίπου 100 προσκεκλημένων, οι οποίοι θα μεταφερθούν με σκάφη από τις Σπέτσες, κάνουμε μια αναδρομή στο νησί, που κάποτε ονομαζόταν «Αριστερά» και αναφέρεται από τον Παυσανία. Η ονομασία «Σπετσοπούλα» δηλώνει τη σχέση με τις γειτονικές Σπέτσες. Έκτοτε, έγινε καταφύγιο ιδιωτικότητας και χλιδής, ένας κόσμος μακριά από τα βλέμματα του έξω κόσμου και προσβάσιμος μόνο στους εκλεκτούς.

Το προσωπικό καταφύγιο του Σταύρου Νιάρχου

Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 όταν ο κροίσος των θαλασσών Σταύρος Νιάρχος, ήδη παγκόσμιας εμβέλειας εφοπλιστής, αναζητούσε το δικό του επίγειο καταφύγιο. Ένα μέρος μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά αρκετά κοντά ώστε να φιλοξενεί λαμπερούς καλεσμένους. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε ήδη αγοράσει τον Σκορπιό και ο ανταγωνισμός των δύο ανδρών, που ξεπερνούσε τα όρια της επιχειρηματικότητας, έμοιαζε να ζητά μια απάντηση. Έτσι, την εποχή που ο Νιάρχος επένδυε στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, προχωρούσε και στην αγορά ενός νησιού δίπλα στις Σπέτσες, τη Σπετσοπούλα, που αγόρασε από τους απογόνους του εφοπλιστή και πολιτευτή Ιωάννη Λεωνίδα. Εκεί, σκόπευε να δημιουργήσει τον δικό του παράδεισο, έναν τόπο απόλυτα προσωπικό και απομονωμένο.

Η πρώτη του εντολή ήταν σαφής: «Το θέλω καθαρό το νησί, να μην είναι κανείς εδώ». Το μήνυμα μεταφέρθηκε γρήγορα στον μοναδικό κάτοικο της Σπετσοπούλας, τον Δημήτρη Πετρούτση, γνωστό ως «Ξινό», παρατσούκλι που του είχε δοθεί για τη συνήθειά του να πίνει ό,τι του προσέφεραν χωρίς πολλές αντιρρήσεις.

Το νησί, καταπράσινο, ήρεμο και απόμακρο, δεν ήταν παρά ένας άγριος παράδεισος τότε, χωρίς υποδομές, με ένα λιμάνι που δεν μπορούσε να φιλοξενήσει καν τη «Κρεολή» (Créole), το «μαύρο σκαρί» με τα τρία τεράστια κατάρτια που τον φιλοξενούσε για χρόνια στα ταξίδια του, όταν δεν ήταν αραγμένη στο Μόντε Κάρλο ή στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης.

Όμως ο Νιάρχος είχε ένα όραμα: να μεταμορφώσει τη Σπετσοπούλα σε έναν κόσμο ολόδικό του, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της υψηλής αισθητικής και της απομόνωσης. Μέσα σε δύο χρόνια, άλλαξε πρόσωπο. Περιμετρικοί δρόμοι ανοίχθηκαν, φυτεύτηκαν εκατοντάδες φυτά και δέντρα, στήθηκε εκτροφείο φασιανών, ελαφιών και ζαρκαδιών, τα οποία ελευθερώνονταν αποκλειστικά για κυνηγετικές εξορμήσεις, ενώ παράλληλα χτίζονταν η κύρια κατοικία, ξενώνες για τους εκλεκτούς επισκέπτες και σπιτάκια για το προσωπικό.

Η παλιά έπαυλη του Λεωνίδα μετατράπηκε σε οικία υψηλής αισθητικής. Στους τοίχους της κρεμάστηκαν έργα των Ντελακρουά, Κίρχνερ, Κίσλινγκ, πάντα με ελληνικά θέματα. Γύρω της οι νέοι ξενώνες, προσεγμένοι, κομψοί, εναρμονισμένοι με το φυσικό τοπίο. Ένας περιφερειακός δρόμος στο χρώμα της τερακότας αγκάλιασε το νησί, διακριτικός και λειτουργικός. Ο Νιάρχος παρακολουθεί την πρόοδο των έργων αυτοπροσώπως, ταξιδεύοντας συχνά στο νησί.

Στην καρδιά της Σπετσοπούλας βρισκόταν η οικογένεια. Στο πλευρό του Σταύρου, η γοητευτική Ευγενία Νιάρχου, κόρη του εφοπλιστή Σταύρου Λιβανού, και τα παιδιά τους, που μεγάλωναν ανάμεσα στη θάλασσα και τα πεύκα. Οι εικόνες από οικογενειακές εκδρομές με ανοιχτό αυτοκίνητο και μοτοσικλέτες στους χωματόδρομους του νησιού είναι απομεινάρια μιας εποχής που ισορροπούσε μεταξύ μυθολογίας και πραγματικότητας.

Η Σπετσοπούλα δεν έγινε ποτέ διάσημη με την έννοια της προβολής. Αντιθέτως, περιβλήθηκε από έναν σπάνιο, σχεδόν ιερό, μυστικισμό. Σε αντίθεση με τον Σκορπιό, που άλλαξε χέρια και έγινε σχεδόν τουριστικός προορισμός, η Σπετσοπούλα κράτησε τον χαρακτήρα της ως ένα βασίλειο ιδιωτικότητας – ένα νησί που ζει στη σκιά της μυθικής Ελλάδας των εφοπλιστών, με ιστορίες που λέγονται σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Jet Set Society (@societyjetset)

Ιστορίες στο Créole

Σε ένα ταξίδι φιλοξενούσε κάποιους φίλους με γουρουνόπουλο στη σούβλα, θαλασσινά από τη θαλαμηγό Créole και παλαιωμένα γαλλικά κρασιά. Μετά το φαγητό, ο Νιάρχος παρατήρησε πως το μπουκάλι Chateau Lafite Rothschild, ένα πανάκριβο κόκκινο κρασί, είχε αδειάσει. «Αυτό το μπουκάλι δεν ήταν άδειο όταν τελειώσαμε το φαγητό μας. Κάποιος το ήπιε», είπε αυστηρά στον καπετάνιο του, Γιάννη Φραγκούλη.

Ο Φραγκούλης, αμήχανος, συγκέντρωσε το προσωπικό. «Ποιος ήπιε το κρασί;» ρώτησε. Ένας νεαρός ναύτης σηκώνει δειλά το χέρι: «Αν εννοείτε τα δύο δάχτυλα που είχαν απομείνει, εγώ τα ήπια κύριε Φραγκούλη… και να σας πω την αλήθεια, δεν έλεγαν και τίποτα».

Ο καπετάνιος μετέφερε τα λόγια στον Νιάρχο, ο οποίος ξέσπασε σε γέλια και φυσικά δεν τιμώρησε τον ναύτη. Η ειλικρίνεια εκτιμάται πάντα στον μικρό του παράδεισο.

H θαλαμηγός “Creole”, 1956 – Photo by dpa/picture alliance via Getty Images

Τα επόμενα χρόνια, η Σπετσοπούλα έγινε προορισμός της διεθνούς ελίτ. Εκεί, ο Νιάρχος οργάνωνε κυνηγετικές εξορμήσεις με φίλους του από την Αγγλία, χρησιμοποιώντας εξατομικευμένα κυνηγετικά όπλα, με σκαλισμένα τα αρχικά του. Μετά το κυνήγι, οι φασιανοί στοιχίζονταν τέλεια για την αναμνηστική φωτογραφία. Ο Νιάρχος επιβράβευε το προσωπικό με γενναιόδωρα δώρα κάθε καλοκαίρι αλλά ταυτόχρονα παρέμενε αυστηρός.

Ο Maurizio Gucci αγόρασε το Créole το 1983, ο οποίος ενδιαφέρθηκε πολύ για την ιστορία του ιστιοφόρου, το αποκατέστησε και το εκσυγχρόνισε, σεβόμενος το παρελθόν. Βέβαια δεν το απόλαυσε όπως ήθελε, αφού δολοφονήθηκε από τη γυναίκα του. Η Allegra Gucci, η σημερινή ιδιοκτήτριά του, έχει κληρονομήσει από τον πατέρα της, Maurizio, την αγάπη για τη θάλασσα, την ιστιοπλοΐα και τη φροντίδα και την προσοχή για αυτό το μεγαλειώδες ιστιοφόρο που διατηρεί όλο τον αρχικό ιστιοπλοϊκό εξοπλισμό, εργαλεία και αξεσουάρ και είναι σε άψογη κατάσταση.

Διαβάστε ακόμη: Superyachts | Επίδειξη πλούτου ή στιλ;

Σπετσοπούλα, 4 Μαΐου 1970

Η λαμπερή περίοδος της Σπετσοπούλας στιγματίστηκε το 1970, όταν η σύζυγος του Σταύρου Νιάρχου, Ευγενία, βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της. Ένα γεγονός που έριξε βαριά σκιά στον προσωπικό του παράδεισο. Μέσα στην επιβλητική έπαυλη, ανάμεσα σε πεύκα, πέτρα και θάλασσα, η Ευγενία Λιβανού – Νιάρχου βρέθηκε νεκρή. Ήταν η τρίτη σύζυγος του εφοπλιστή Σταύρου Νιάρχου και μέλος μιας από τις ισχυρότερες ναυτιλιακές οικογένειες της εποχής. Εκείνο το πρωινό, η Ευγενία βρέθηκε χωρίς τις αισθήσεις της, λίγα μέτρα από το κρεβάτι της. Το επίσημο πόρισμα των ιατροδικαστών έκανε λόγο για υπερβολική λήψη βαρβιτουρικών (υπνωτικών χαπιών). Ο Τύπος της εποχής όμως είχε άλλη άποψη προβάλλοντας ως αιτία θανάτου της τον ξυλοδαρμό της από τον σύζυγό της.
Η υπόθεση, αν και επισήμως έκλεισε ως αυτοκτονία ή ατύχημα, γέννησε ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν ποτέ. Η ειδυλλιακή Σπετσοπούλα μετατράπηκε σε σκηνή μιας τραγωδίας βγαλμένης από αρχαίο δράμα.

Έναν χρόνο αργότερα, ο Σταύρος Νιάρχος παντρεύτηκε την αδελφή της Ευγενίας, Τίνα Λιβανού – χήρα του Αριστοτέλη Ωνάση. Η μεγαλύτερη εκδίκηση της Τίνας προς τον Ωνάση για τη σχέση του με την Μαρία Κάλλας, ήταν αυτός ο γάμος.

Έχουν εκδοθεί δύο βιβλία που αναφέρονται στον «μυστηριώδη» θάνατο της Ευγενίας. Το ένα τιτλοφορείται «Ο Ιατροδικαστής» που γράφτηκε από τον Βασίλη Βασιλικό και το άλλο «Ο φάκελος Νιάρχος» από τον δημοσιογράφο Σπύρο Καρατζαφέρη.

H Σπετσοπούλα

Κάτω από τον ίδιο ουρανό

Τα επόμενα χρόνια, η οικογένεια συνέχισε να επισκέπτεται το ιδιωτικό της νησί, ωστόσο στη δεκαετία του ’80 τα μέτρα ασφαλείας ενισχύθηκαν σημαντικά, καθώς αποκαλύφθηκε ότι το όνομα του Νιάρχου περιλαμβανόταν στη λίστα των πιθανών στόχων της οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Παρά το γεγονός ότι αισθανόταν πιο προστατευμένος, ο ίδιος δεν είδε με καλό μάτι την αυστηροποίηση της φύλαξης στο αγαπημένο του νησί. Το καλοκαίρι του 1993 θα ήταν το τελευταίο που θα περνούσε εκεί.

«Εδώ θα ήθελα να ταφώ όταν πεθάνω», έλεγε για το σημείο κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα στη Σπετσοπούλα. Η επιθυμία του όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Όταν πέθανε, τον Απρίλιο του 1996, πλήρης ημερών και μετά από αρκετή ταλαιπωρία, ετάφη στη Λοζάνη. Η Σπετσοπούλα όμως εξακολουθεί πάντα να είναι ο ιδιωτικός παράδεισος της οικογένειας, η δική της άγκυρα στην Ελλάδα του σήμερα.

Η Σπετσοπούλα σήμερα παραμένει ιδιωτική και σιωπηλή, με τις μνήμες της χρυσής εποχής να ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα. Ανάμεσά τους κι εκείνη του Ξινού – του μοναδικού ανθρώπου που στάθηκε μπροστά στον Νιάρχο και του θύμισε πως, τελικά, όλοι μοιραζόμαστε τον ίδιο ουρανό.

Photo credit: Getty Images